Tο μέσο επιτόκιο των νέων καταθέσεων τον Απρίλιο, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,25% ενώ το επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,85%. Αυτή η αύξηση οδήγησε σε μια διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων. Πιο συγκεκριμένα, το περιθώριο αυτό αυξήθηκε από 5,36% στις αρχές του έτους, σε 5,55% στον Απρίλιο. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότερο αυξάνεται το κόστος λήψης νέων δανείων, ενώ στον αντίποδα παραμένει σχεδόν ίδιο το όφελος από τον τόκο στις καταθέσεις. Επιπλέον, η αυξημένη ακόμη αβεβαιότητα για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός δεν μειώνεται στον βαθμό που προέβλεπε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), έχει οδηγήσει τα τραπεζικά ιδρύματα στην αυστηροποίηση των κριτηρίων χορήγησης δανείων τόσο προς τους ιδιώτες όσο και προς τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις ΜμΕ.
Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων- επιτοκίων καταθέσεων οφείλεται:
• Στην διεθνή εισαγόμενη οικονομική αστάθεια λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού και αυξάνει το τραπεζικό ρίσκο.
• Στην αυξημένη ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις που υποδηλώνει σε ένα βαθμό ότι διαθέτουν περιορισμένη ρευστότητα.
• Όταν το 72,5% των καταθετών έχει καταθέσεις έως 1.000 ευρώ, σύμφωνα με έκθεση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, δεν είναι εύκολο οι τράπεζες να έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα για να ανταποκρίνονται στην αυξημένη ζήτηση δανείων.
Γιατί οι Ευρωπαϊκές τράπεζες είναι προσεκτικές με τα επιτόκια καταθέσεων;
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέχρι στιγμής οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν την αύξηση του κόστους των καταθέσεων καθώς η ανατιμολόγηση των επιτοκίων καταθέσεων ήταν περιορισμένη, επιτρέποντάς τους να επωφεληθούν από υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η ανακατανομή κεφαλαίων από καταθέσεις όψεως σε προθεσμιακές καταθέσεις ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης που είναι ταχύτερη και μεγαλύτερη από την αναμενόμενη. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να μεταφραστεί σε χαμηλότερη κερδοφορία για τις τράπεζες, μειώνοντας την ικανότητά τους να αντέχουν σε δυσμενείς κραδασμούς –και συνεπώς τη σταθερότητά τους– σε μια εποχή που η παροχή πιστώσεων παρεμποδίζεται από ένα λιγότερο ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και γενικότερα αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης.
Δάφνη Γρηγοριάδη Οικονομική Αναλύτρια