Η επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν στον προεδρικό θώκο της Τουρκίας φαίνεται πως δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην Ευρωπαϊκή Ενωση παρά να εξετάσει το ενδεχόμενο μιας νέας σχέσης με την Άγκυρα, σε μια ίσως πιο ρεαλιστική βάση, αλλά που σίγουρα δεν θα την οδηγεί εντός της.
Σε αυτό συνηγορούν τόσο το προσχέδιο έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που δημοσιεύθηκε σήμερα, πέντε ημέρες μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών στην Τουρκία, με εισηγητή τον Ισπανό, Νάτσο Σάντσεθ Αμόρ, από την Ευρωομάδα των Σοσιαλιστών, όσο και η πρόσφατη τοποθέτηση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος, μέσω συνέντευξής του, επί της ουσίας έβαζε «ταφόπλακα» στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ενώ πρότεινε την έναρξη συζητήσεων στη βάση μιας πιο «ρεαλιστικής» σχέσης με την Αγκυρα.
Σε αυτό το πνεύμα κινείται και το προσχέδιο έκθεσης που ετοίμασε ο Σάντσεθ Αμόρ, το οποίο θα συζητηθεί για πρώτη φορά στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου (AFET) την ερχόμενη Δευτέρα.
Μεταξύ άλλων, ο Ισπανός ευρωβουλευτής προτείνει να εκκινήσουν διαδικασίες περισυλλογής προκειμένου να εξευρεθεί «ένα εναλλακτικό και ρεαλιστικό πλαίσιο σχέσεων με την Τουρκία, που θα αντικαταστήσει την ενταξιακή της πορεία». Για τον λόγο αυτόν, καλεί την Κομισιόν να διερευνήσει νέα πιθανά σχήματα.
«Οχι δίκαιες εκλογές»
Στην αξιολόγησή του, ο εισηγητής του προσχεδίου αναφέρεται στις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία, για τις οποίες μεν «αναγνωρίζεται ο ειρηνικός τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι πολίτες συμμετείχαν στη διαδικασία και χαιρετίζεται η μεγάλη συμμετοχή», όμως, παράλληλα, με βάση την έκθεση των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, ο Ισπανός ευρωβουλευτής σημειώνει ότι οι εκλογές δεν διεξήχθησαν στη βάση «του ισότιμου ανταγωνισμού» και ότι επηρεάστηκαν -ανάμεσα σε άλλα- από την έλλειψη ουσιαστικών ελευθεριών που «παρεμποδίστηκαν αρκετά» από το υπάρχον νομικό πλαίσιο και τις πρακτικές, καθώς επίσης και από το «αδικαιολόγητο πλεονέκτημα» που είχαν τα κυβερνώντα κόμματα.
Στην έκθεσή του, ο Ισπανός ευρωβουλευτής εκφράζει παράλληλα ανησυχία για τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση, για τους σοβαρούς περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα και για την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Τούρκου προέδρου, η οποία -όπως επισημαίνει- έχει διαβρώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.
Ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο εισηγητής, ότι δηλαδή «η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει κανένα συμφέρον να μειώσει το χάσμα που τη χωρίζει από την Ε.Ε. ως προς τον σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών». Υπογραμμίζει, εξάλλου, την παντελή έλλειψη βούλησης για συνέχιση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, που επί της ουσίας θα «απαντούσαν» στις ανησυχίες της Ε.Ε. όσον αφορά την παραβίαση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ελευθεριών, των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των παραβιάσεων που επηρεάζουν γενικά, και σαφώς αρνητικά, την ενταξιακή της διαδικασία.
Ο εισηγητής χαιρετίζει τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Αγκυρας μεταξύ Μόσχας και Κιέβου σε ό,τι αφορά την εξασφάλιση των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών, ωστόσο καλεί τις τουρκικές Αρχές να πάρουν μέτρα ώστε να μην παρακάμπτονται, μέσω Τουρκίας, οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Παράλληλα, δίνει έμφαση στην κωλυσιεργία εκ μέρους της Αγκυρας για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και καλεί τις τουρκικές Αρχές να υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους για μια «πιο εποικοδομητική σχέση» με το ΝΑΤΟ και να επικυρώσουν την ένταξη της σκανδιναβικής χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Σε μια έμμεση αναφορά στην Ελλάδα, η έκθεση εκφράζει την ελπίδα ότι, μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου, «μια νέα εποχή θα ανατείλει» στις σχέσεις της Τουρκίας με όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε., ενώ επαναλαμβάνεται η στήριξη σε μια λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως αυτή διατυπώθηκε στο ψήφισμα του Ιουνίου του 2022.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται, εξάλλου, ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου πρέπει να παραμείνουν στο επίκεντρο των σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας και ότι το πλαίσιο των σχέσεων αυτών οφείλει να διέπεται από το Διεθνές Δίκαιο.
«Η ενταξιακή πορεία έχει χάσει πια τον σκοπό της»
Αντανακλώντας την πεποίθηση όλων των ευρωπαϊκών θεσμών, ο Ισπανός ευρωβουλευτής υπογραμμίζει τη στρατηγική σημασία της σχέσης με την Αγκυρα, αναφέροντας, ωστόσο, παράλληλα ότι, «ελλείψει δραστικών αλλαγών στην πορεία της τουρκικής κυβέρνησης, η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας έχει χάσει πια τον σκοπό της και δεν θα αντέξει για πολύ». Για τον λόγο αυτόν, προτείνεται να ξεκινήσει μια διαδικασία περισυλλογής προκειμένου «να εξευρεθεί ένα εναλλακτικό και πιο ρεαλιστικό πλαίσιο στις σχέσεις Ε.Ε. – Τουρκίας», που θα αντικαταστήσει την ενταξιακή πορεία. Καλεί παράλληλα την Κομισιόν να «διερευνήσει άλλα σχήματα» για μια άλλη διαδικασία ενσωμάτωσης.
Το προσχέδιο της έκθεσης καταλήγει με στήριξη της προοπτικής αναβάθμισης της Τελωνειακής Ενωσης Ε.Ε. – Τουρκίας, η οποία θα πρέπει, όπως υπογραμμίζεται, να βασίζεται στη δημοκρατική αιρεσιμότητα και στον σεβασμό των προαναφερθέντων αρχών.
Επίσης, ο εισηγητής προτείνει να προχωρήσει η διαδικασία απελευθέρωσης των θεωρήσεων, εφόσον η Τουρκία εκπληρώσει τις σχετικές προϋποθέσεις.