Τα Φώτα είναι η τρίτη και τελευταία μεγάλη εορτή του Δωδεκαημέρου, που εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου. Ο ελληνικός λαός την θεωρεί από τις μεγαλύτερες εορτές του χρόνου και την ονομάζει «Φώτα», «Ολόφωτα», «Άγιαση», «Γιορδανιού», ενώ την εξίσου σημαντική από εκκλησιαστική και εθιμική άποψη παραμονή την ονομάζει «του Αγιασμού», «του Σταυρού», «Πρωτάγιαση» κ.λπ. Τον αγιασμό της παραμονής ρίχνουν στις βρύσες του σπιτιού και του χωριού, και με αυτόν ραντίζουν τα σπίτια, τα χωράφια και τα υποστατικά τους, ανθρώπους, καλλιέργειες και ζώα, ώστε όλα να αγιαστούν. Θεωρούν ότι με αυτόν αποδιώκονται οι καλικάντζαροι, που ήταν ελεύθεροι όλο το Δωδεκαήμερο, και που ροκάνιζαν το στύλο της γης, παραλίγο δε να τον κόψουν.
Η εορτή του αγίου Ιωάννη συνδέεται με την προσφορά τροφών στο ναό, αλλά και με δημοτελείς ζωοθυσίες, με σφάγια τα οποία ευλογούσε ο ιερέας και κατόπιν τα θυσίαζαν και έτρωγαν το κρέας τους σε κοινές συνεστιάσεις, με σκοπούς ευετηρικούς και ευγονικούς. Σε πολλές περιοχές της Θράκης συνήθιζαν μάλιστα να περιφέρονται κατά ομάδες στους δρόμους και να αλληλοβρέχονται με νερό, το οποίο ράντιζαν με κλαδιά φυτών, πιστεύοντας ότι έτσι εξασφάλιζαν υγεία και «καλοχρονιά», δεδομένου μάλιστα ότι τα νερά είχαν αγιαστεί και κατά την εορτή των Θεοφανείων, την προηγούμενη μέρα. Η τελετουργία αυτή συχνά συνδυαζόταν και με ορισμένους, βορειοελλαδικούς κατά κανόνα, θηριόμορφους δωδεκαημερίτικους αγερμούς, όπως για παράδειγμα στα Λακκοβίκια της Μακεδονίας, όπου οι «Μπαμπόγεροι» με κουδούνια και προβιές γύριζαν στα σπίτια του χωριού ευχόμενοι για υγεία και ευτυχία, και έπαιρναν φιλοδωρήματα.
Στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης πάλι ο ιερέας πήγαινε στα σπίτια του χωριού για «να ευχηθεί», και όπου υπήρχαν αγόρια τα σήκωνε στα χέρια του ευχόμενος «άξιος». Πρόκειται για το «αξίωμα», μια ευχετική τελετουργία, που αλλού το έκανε όμιλος παιδιών, που γυρνούσαν στα σπίτια με ένα σκαμνί, πάνω στο οποίο έβαζαν τα αγόρια και τα επευφημούσαν με παρόμοιο τρόπο. Επίσης, πολλές είναι οι ονομαστικές εορτές της ημέρας, που δίνουν ευκαιρία για τα τελευταία δωδεκαημερίτικα σπιτικά γλέντια.
Η ημέρα της αγίας Δομνίκης (8 Ιανουαρίου) είναι ταυτισμένη με το δρώμενο της μαμής ή της «μπάμπως», κατά το οποίο οι γυναίκες του χωριού τιμούσαν στο πρόσωπο της γηραιότερης γυναίκας ή της μαμής την γυναικεία γονιμότητα, με μια παράσταση εικονικής γεννήσεως και βαπτίσεως, και με πάνδημο γλέντι, από το οποίο συχνά αποκλείονταν οι άνδρες. Οι φαλλικοί συμβολισμοί των αντικειμένων που κρατούσαν όσες συμμετείχαν στο δρώμενο φανερώνουν την αρχαία ρίζα του, αλλά και τους γονιμικούς σκοπούς του. Μάλιστα, στο Ναίμονα της Μεσημβρίας το ίδιο δρώμενο τελούσαν και την Πρωτομαγιά, αλλά σε στενότερο κύκλο και τη δεύτερη μέρα του γάμου.
Το δρώμενο αυτό τελείται επίσης και στη Νότιο Βουλγαρία, και σχετίζεται με ανάλογες παραστάσεις της τρίτης μέρας των αρχαίων Θεσμοφορίων, που ονομαζόταν Καλλιγένεια, αλλά και της αρχαίας εορτής των Αλώων, αποσκοπεί δε στην μαγική και συνειρμική εξασφάλιση της γονιμότητας. Σήμερα, με την επίδραση ποικίλων κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών παραγόντων, το δρώμενο έχει πάρει τη μορφή της «Γυναικοκρατίας» σε χωριά της Βόρειας Ελλάδας όπου εγκαταστάθηκαν Θρακιώτες πρόσφυγες, με κέντρο την Αγία Ελένη Σερρών και τάσεις φολκλοριστικής εξάπλωσης σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στις 14 Ιανουαρίου εόρταζαν τα λεγόμενα «Αντίφωτα», με καθολική αργία, η μη τήρηση της οποίας επέφερε την θεϊκή τιμωρία του παραβάτη. Το ίδιο ισχύει και για την εορτή του αγίου Αντωνίου (17 Ιανουαρίου), ο οποίος τιμάται ως άγιος τιμωρός όσων εργάζονται κατά την ημέρα της μνήμης του. Οι κάτοικοι της Βέροιας μάλιστα τιμούν τον άγιο ως ιαματικό των ψυχοπαθών, των «δαιμονισμένων», οι οποίοι θα πρέπει να έχουν νηστέψει επί σαράντα ημέρες και να έχουν προσδεθεί, αφιερωματικά και τελετουργικά, στο ναό του αγίου.
Η εορτή της Συνάξεως του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, σχετίζεται με σημαντικά έθιμα. Στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν τα «βρεξούδια», που συνηθίζονται τόσο κατά τα Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου), όσο και κατά την εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (7 Ιανουαρίου) σε πολλά χωριά και οικισμούς της Ανατολικής Θράκης. Στη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, ο κουμπάρος βρέχει, με το νερό μιας βρύσης ή μιας πηγής, το κεφάλι του γαμπρού, αν δεν έχει ακόμη περάσει χρόνος από την ημέρα του γάμου, με την πεποίθηση ότι έτσι θα στεριώσει το νέο ζευγάρι, θα είναι υγιές και ευτυχισμένο, αλλά και θα ευοδωθούν όλες οι επαγγελματικές προσπάθειες της νέας οικογένειας.
Το νερό, σε κάθε μορφή και εφαρμογή του, κυριαρχεί στις λαϊκές τελετουργίες των Θεοφανείων, και μάλιστα στην Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, περιοχές γεωργικές και με επάρκεια – ή ακόμη και αφθονία – υδάτων. Στο Σιναπλί της Βόρειας Θράκης, για παράδειγμα, μετά τον Μεγάλο Αγιασμό οι νέοι του χωριού πήγαιναν με τον ιερέα σε μια βρύση έξω από τον οικισμό, όπου ένας νέος μεταμφιεζόταν σε ιερέα και οι υπόλοιποι τον έλουζαν στο νερό της βρύσης, για «ντη γειά και το μπερεκέτ’». Κατά την επιστροφή στο χωριό, ο κανονικός ιερέας παρέθετε πανηγυρικό γεύμα στο σπίτι του, όπου γλεντούσαν όλοι οι συμμετέχοντες στο έθιμο.
Στην Σκόπελο της Ανατολικής Θράκης πάλι, κατά τα Φώτα οι νέοι του χωριού έλουζαν τελετουργικά όχι μόνο τον ιερέα, αλλά και τις υπόλοιπες αρχές του τόπου. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ανανέωση, και μάλιστα μέσω αντιπροσώπου - ο οποίος όμως αποτελεί τελετουργικό και συμβολικό ισοδύναμο του πρωτοτύπου, καθώς φέρει το κύριο χαρακτηριστικό του αξιώματός του, το ράσο – του κυριότερου εκφραστή της υπερφυσικής εξουσίας στο χωριό, του παπά.
Ανανέωση η οποία επιτυγχάνεται με το τελετουργικό βάπτισμα στο παντοδύναμο νερό μιας τρεχούμενης πηγής, άρα με την οικείωση της δύναμης που εμπεριέχεται στα πνεύματα που φυλάγουν και τροφοδοτούν υπερφυσικά την πηγή αυτή. Και η τελετουργική αυτή ανανέωση δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην επίτευξη των σπουδαιοτέρων ευετηρικών αιτημάτων της αγροτοκτηνοτροφικής κοινότητας, δηλαδή της υγείας και της καλής σοδειάς, δια των η, δια των οποίων εξασφαλίζεται η επιβίωση, τόσο σε προσωπικό και οικογενειακό, όσο και σε συλλογικό - κοινοτικό επίπεδο.
Εξάλλου, η τελετουργική υπόσταση της πράξης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις βρέχουν συμβολικά μόνο το κεφάλι του ιερέα ή των προυχόντων του χωριού, όχι όλο το σώμα τους. Και πάλι το πανίσχυρο τρεχούμενο και αγιασμένο νερό μεταδίδει τελετουργικά, με την μετάληψη ή την επαφή του με το ανθρώπινο σώμα, τις δυνάμεις του στον άνθρωπο, με σκοπό την εξασφάλιση γονιμότητας και ευετηρίας, στην διαβατήρια στιγμή των Θεοφανείων.
Ιδιαίτερη διάδοση είχε το έθιμο αυτό στη Σκόπελο και στη Πέτρα της Ανατολικής Θράκης. Εδώ η δύναμη του νερού ενισχύεται τελετουργικά και από τη χρήση πράσινων κλαδιών, που βεβαίως θυμίζει τις ανάλογες εκκλησιαστικές τελετουργικές πρακτικές, κατά την τέλεση της ακολουθίας του αγιασμού, και τον περιραντισμό με αυτόν των πιστών. Συχνά μάλιστα έχουμε βρέξιμο ολόκληρου του σώματος, ενώ ιδιαίτερη σημασία δίνεται στους νιόπαντρους, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για τελετουργική γονιμική ενίσχυση.
Τέλος, η τελετουργία εδώ φανερώνει, πέραν της συμβολικής, και την κοινωνική και επικοινωνιακή αξία της: με το κρασί που συγκεντρώνεται, τα κεράσματα και τα γλέντια που ακολουθούν η κοινότητα συσφίγγει και αναδομεί τις σχέσεις της, προχωρά δηλαδή στη διαδικασία της ιδεολογικής αναπαραγωγής των κοινωνικών χαρακτηριστικών και δεσμών, κάτι που κατά την Ν. Σκουτέρη-Διδασκάλου αποτελεί την κύρια σημειοδοτική λειτουργία των λαϊκών τελετουργιών.
Ο Δ. Σ. Λουκάτος πάλι αναφέρει ότι στις παραλιακές περιοχές της Ανατολικής Θράκης, μετά τη θεία λειτουργία της εορτής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (7 Ιανουαρίου) έπαιρναν τους νιόπαντρους της χρονιάς με μουσικά όργανα, τους οδηγούσαν στο γιαλό και τους έσπρωχναν τελετουργικά, για να βραχούν στη θάλασσα. Ιδιαιτέρως δε στις γυναίκες, που σχετίζονταν αμεσότερα με το αίτημα της τεκνογονίας και της γονιμότητας, έριχναν θαλασσινό νερό στο κεφάλι με κανάτες, ευχόμενοι: «Να ζήσετε και να σας δώσει ο Θεός παιδιά». Οι γονιμικοί, και μάλιστα οι ανθρωπογονιμικοί, σκοποί της τελετουργίας είναι ολοφάνεροι, καθώς επιδιώκεται να μεταδοθεί τελετουργικά στους νεόνυμφους η καθαρτήρια και ζωαρχική δύναμη της θάλασσας, με σκοπό να διευκολυνθεί μαγικά και συμβολικά η τεκνογονία, η απαραίτητη κατάληξη που συμπλήρωνε, βιολογικά και κοινωνικά, κάθε γάμο.
Η μνήμη της αγίας Δομνίκης εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου, ακριβώς πάνω στη μετάβαση από τις εορτές του Δωδεκαημέρου στο υπόλοιπο εορτολόγιο του όψιμου χειμώνα. Η αγία Δομνίκη εορτάζεται και από τους Καθολικούς, στον ελληνικό λαό όμως η εορτή της συμπίπτει με την «ημέρα της μαμής» ή «γυναικοκρατία». Πρόκειται για ένα λαϊκό γονιμικό τελετουργικό δρώμενο, που επιχωρίαζε στη Βόρεια και στην Ανατολική Θράκη, απ’ όπου με τους πρόσφυγες έφτασε στον βορειοελλαδικό χώρο, κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία και τη Θράκη, όπου τελείται μέχρι σήμερα.
Το πρωί της εορτής οι γυναίκες του χωριού πηγαίνουν στο σπίτι της μαμμής, ή της πιο ηλικιωμένης γυναίκας του χωριού, στολίζουν με λουλούδια ένα αμάξι και τη μεταφέρουν στην πλατεία, όπου λαμβάνει χώρα μια εικονική γέννηση. Στη συνέχεια το μωρό βαπτίζεται από τη μαμή, και ακολουθεί διασκέδαση των γυναικών, με έντονους γονιμικούς συμβολισμούς. Με το δρώμενο αυτό, που τελείται και σε άλλες βαλκανικές περιοχές, έχουν ασχοληθεί αρκετοί Έλληνες και ξένοι λαογράφοι και θεατρολόγοι. Ο κυριαρχικός ρόλος των γυναικών στο δρώμενο, αφού η γυναικεία γονιμότητα κυρίως ανανεώνονταν τελετουργικά με την τέλεσή του, οδήγησε στην είσοδο και φεμινιστικών μηνυμάτων στις ποικίλες φολκλοριστικές αναπαραστάσεις του, όπως αυτές που αναβιώθηκαν στη δεκαετία του ’70 σε τόπους όπως η Αγία Ελένη και η Μονοκκλησιά Σερρών. Έτσι το παλαιό αυτό γονιμικό δρώμενο απέκτησε και πολιτικές διαστάσεις, παίρνοντας τη μορφή της «Γυναικοκρατίας», της συμβολικής δηλαδή για μια μέρα ανταλλαγής των ρόλων ανδρών και γυναικών, στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινότητας, και μάλιστα με τρόπο που κατέληγε συχνά σε γκροτέσκες εκδηλώσεις.
Όπως σημειώνει ο Δ. Σ. Λουκάτος, η παλαιά γονιμική παράσταση, επίκαιρη πάντα λόγω της επερχόμενης άνοιξης με την αναβλάστηση και την ανθοφορία της, συνδυάστηκε με την ιερή βάπτιση των Θεοφανείων, με αποτέλεσμα την τελικά διαμόρφωση της σύνθετης εθιμοταξίας του δρωμένου, το οποίο τα τελευταία χρόνια αναπαραστάνεται όλο και περισσότερο, σε πολλές κοινότητες που θέλουν να προσθέσουν ένα εντυπωσιακό στοιχείο στην προβαλλόμενη τοπική πολιτισμική τους ταυτότητα. Έτσι, οι γονιμικοί συμβολισμοί βαθμιαία απωθούνται μπροστά στην αυξανόμενη θεατρικότητα των φολκλοριστικών αναπαραστάσεων.
Τέλος, «Αντίφωτα» ονομάζεται από το λαό η 14η Ιανουαρίου, μέρα η οποία θεωρείται ως το τελικό όριο της εορταστικής περιόδου των Θεοφανείων. Συνήθως οι γεωργοί τηρούσαν την ημέρα αυτή εθιμική αργία. Στο Γύθειο μάλιστα έλεγαν χαρακτηριστικά «Τα Φώτα έκαψε το ζευγάρι, τ’ Αντίφωτα και το ζευγολάτη», για να επισημάνουν την αυστηρότητα της τήρησης της εθιμικής αργίας της ημέρας.