Πολύ κοντά στα χωριά Βασσαράς, Βέροια και Τσίντζινα υπάρχει το αρχαιότερο μοναστήρι της Λακωνίας. Σε ένα μοναδικής ομορφιάς οροπέδιο και αφού προηγηθούν τέσσερα χιλιόμετρα χωματόδρομου, ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στον εντυπωσιακό όγκο της μονής των Αγίων Αναργύρων («Κοσμά και Δαμιανού μετά της μητρός αυτών Θεοδότης») με τις βαριές ξύλινες πόρτες, τα πολλά κελιά και τα σήμαντρα.
Ένα κτιριακό συγκρότημα που ανακαινίζουν και ενισχύουν βήμα-βήμα οι επτά μοναχοί της μονής με υπομονή και αγάπη. Τα δύο λυκόσκυλα που γαβγίζουν μέσα από έναν περιφραγμένο κήπο δείχνουν ότι από εκεί, τη μέση του πράσινου οροπεδίου με τα πολλά χαραγμένα μονοπάτια, ο κόσμος απέχει αρκετά...
Το μοναστήρι, που έχει συνδεθεί με όλα τα σημαντικά γεγονότα της περιοχής, έχει χτιστεί στο ύψωμα Σταματήρα του Πάρνωνα, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων.
Η ύπαρξη της μονής ως λατρευτικού χώρου χρονολογείται το 881 μ.Χ., όπως προκύπτει από τον βίο του Οσίου Ηλία του Νέου ή Σικελιώτη, ο οποίος για ένα διάστημα ασκήτευσε στην περιοχή. Σχεδόν τριακόσια χρόνια αργότερα καταγράφεται μια δεύτερη μαρτυρία για την ιστορία της, που είναι το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου, το 1293, όπου κατοχυρώνονται τα εκκλησιαστικά όρια της Μητροπόλεως Μονεμβασίας. Το μοναστήρι έλαβε το σταυροπηγιακό προνόμιο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη.
Η μονή έχει περάσει διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής. Το 1685 επλήγη από τους Βενετούς του Μοροζίνι και στη συνέχεια καταστράφηκε από τους Τούρκους, αλλά ανασυγκροτήθηκε σύντομα, αφού το 1711 ειδικοί τεχνίτες έφτιαξαν ξυλόγλυπτο τέμπλο, που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την παράδοση της περιοχής, κατά τον 17ο αιώνα και έως την απελευθέρωση στο μοναστήρι λειτουργούσε κρυφό σχολείο. Η σημαντική θέση της μονής για την ευρύτερη περιοχή αποδεικνύεται και από την ύπαρξη πατριαρχικών σιγιλίων (Γαβριήλ του Γ’ το 1707 και Γρηγορίου του Ε’ το 1798 και το 1819).
Αξιόλογος είναι και ο κανονισμός λειτουργίας του μοναστηριού. Στο σιγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Γ’ ορίζεται: «… ίνα έχωσι κοινοβιακήν την πολιτείαν τοσούτον εις τα της τροφής αναγκαία όσον και εις τα λοιπά πάντα μηδενός τούτων ίδιον τι έχειν νομίζοντος, αλλά πάντα… κατ’ έθος αποστολικόν συνδιάζοντες … μηδέποτε γυναίκας εισέρχεσθαι, ου μένειν και συνασκείσθαι εν τω αυτώ μοναστηρίω, ει μη μόνον τη ημέρα της πανηγύρεως και τότε χάριν προσευχής και προσκυνήσεως ... εν είναι το πουγγείον…».
Σε περιόδους ακμής -και όχι μόνο- το μοναστήρι είχε αναπτύξει σημαντική φιλανθρωπική δράση. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές για τους κατοίκους της περιοχής προσφέρει καταφύγιο και τρόφιμα, κυρίως κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Σημαντική ήταν η συμβολή της μονής στην Επανάσταση του 1821, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα λειτούργησε ως καταφύγιο πεινασμένων, διωκομένων, αλλά και γνωστών αγωνιστών. Μάλιστα, οι μοναχοί συμμετείχαν στις μάχες και σε έξι απονεμήθηκαν τιμητικά αριστεία.
Ο ηγούμενος της μονής, Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Γρουμπός (1900-1964), κατάφερε να την ανακαινίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Συγκεκριμένα, αναστήλωσε το κωδωνοστάσιο του καθολικού, έχτισε το παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων (με έργα του Φώτη Κόντογλου) και ανήγειρε εκ βάθρων τον παλιό μετοχικό ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος, στην κορυφή της Σταματήρας. Δυστυχώς, παρά την προσφορά, το μοναστήρι σήμερα δεν έχει περιουσία και πολύτιμα κειμήλια, καθώς στο πέρασμα του χρόνου αυτά λεηλατήθηκαν και κλάπηκαν. Όσο για τον ναό της μονής, είναι μονόχωρος και έχει αγιογραφηθεί από την οικογένεια των Κακαβάδων, από το Ναύπλιο. Κατά τον Φώτη Κόντογλου, οι μορφές των αγίων «έχουν έντονον λαϊκήν πνοήν, ασκητικήν λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών…».