Όταν τον Σεπτέμβριο του 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να επιτραπεί υπό προϋποθέσεις ο δεύτερος γάμος για ιερείς καταγράφηκαν αντιδράσεις γιατί επρόκειτο για μια τομή στην Ορθόδοξη Εκκλησία. ‘Ηδη, σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Κρήτη, ιερέας του κλίματος του Φαναρίου έκανε και δεύτερο γάμο μετά από σχετική άδεια.
Μιλώντας για το θέμα ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ.Ανδρέας τόνισε πως εδώ και χρόνια μετά από αίτημα αποσπασμένου ιερέα, το οποίο και εστάλη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο γάμος εγκρίθηκε. «Εμείς, η Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου δηλαδή, είμαστε εκ των πρώτων Μητροπόλεων που αποκαταστήσαμε κληρικό σε δεύτερο γάμο. Ήταν κληρικός που ευρίσκετο εις τη διασπορά. Υπέβαλε το σχετικό αίτημα. Στείλαμε τον φάκελο στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Παραπέφθη στην κανονική επιτροπή και τελικά δόθηκε η άδεια υπό του Παναγιωτάτου και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου και ετελέσθη ο δεύτερος γάμος»...
Για να δοθεί η σχετική άδεια ωστόσο, απαράβατος όρος είναι το διαζύγιο να έχει εκδοθεί χωρίς υπαιτιότητα του κληρικού που υποβάλλει αίτημα για δεύτερο γάμο. Είτε σε χηρεία ο κληρικός, είτε διαζευγμένος, βασική προϋπόθεση είναι ότι θα πρέπει να μην έχει υπερβεί, κατά την υποβολή του αιτήματος για δεύτερο γάμο, τα 55 έτη, ή το 60ό έτος, αν έχει ανήλικα τέκνα.
«Όταν έχουμε μια περίπτωση δύσκολη», εξήγησε χθες ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου κ. Ανδρέας, «δηλαδή όταν έχουμε μία περίπτωση που έχει πολλές άλλες αντικανονικές παραμέτρους, τότε εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε το αίτημα αυτό, γιατί τότε δημιουργούμε σκανδαλισμό στη χριστιανική κοινότητα»...
Αξίζει να σημειωθεί πως η Εκκλησία της Κρήτης είχε σοβαρές επιφυλάξεις, κυρίως για το θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Καθώς ο όρος «το διαζύγιο να έχει εκδοθεί χωρίς υπαιτιότητα του κληρικού» σκόνταφτε σε περιπτώσεις που η υπαιτιότητα θα ήταν δύσκολο να αποδειχτεί. Ωστόσο, η τελική εισήγηση και απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ξεκάθαρη και προβλέπει, ανάμεσα στα άλλα, την έγγραφη συγκατάθεση του κληρικού στον Μητροπολίτη, στον οποίο θα απευθύνει το αίτημά του για επεξεργασία και λεπτούς χειρισμούς όλων των στοιχείων που θα περιλαμβάνει ο φάκελος του αιτήματος.
Η απόφαση για τον δεύτερο γάμο έρχεται να απαντήσει σε ένα αίτημα δεκαετιών των απλών κληρικών, προσαρμοζόμενο απόλυτα με μια πραγματικότητα που για πολλούς κληρικούς συνεπαγόταν ταλαιπωρία ή και μεθόδους μετακίνησης για τον σκοπό αυτό προσωρινά σε άλλα Πατριαρχεία, όπως της Σερβίας, όπου η απαγόρευση τέλεσης δεύτερου γάμου για λόγους χηρείας ή διάζευξης δεν υφίστατο. Αποτέλεσμα ή έστω και προσωρινή αποδυνάμωση του σώματος των κληρικών από το σώμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η αντίστοιχη ενδυνάμωση άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων.
Ο κληρικός που αιτείται δεύτερο γάμο, αν δεν αναγράφεται στη δικαστική απόφαση η μη υπαιτιότητά του για το διαζύγιο του πρώτου, θα μπορεί να προσκομίζει όλα τα επίσημα ή άλλα προσωπικά αποδεικτικά στοιχεία αλλά και μαρτυρίες, που θα αποδεικνύουν την ανυπαιτιότητά του στο διαζύγιο του πρώτου γάμου. Ταυτόχρονα θα δίνει εγγράφως και τη συγκατάθεσή του στον οικείο Μητροπολίτη, στον οποίο θα απευθύνει το αίτημά του, για επεξεργασία και λεπτούς χειρισμούς υπό των στοιχείων αυτών, προκειμένου ο κατά τόπο ιεράρχης να διαμορφώσει τη σχετική του εισήγηση επί του αιτήματος του εν λόγω κληρικού για δεύτερο γάμο και πάντα προσαρμοζόμενος στη διαφορετική κρατική οντότητα, στην οποία υπάγεται ο εν λόγω κληρικός, όντας στην εκκλησιαστική-διοικητική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία εκτείνεται σε διαφορετικά κράτη ανά την υφήλιο και στις 5 ηπείρους. Με τον τρόπο αυτό, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ξεπέρασε και το σχετικό πρόσκομμα τεχνικής φύσης, που έθεσαν παράγοντες της Ιεραρχίας, και όχι μόνο, της Εκκλησίας Κρήτης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σχεδόν πριν από 1000 χρόνια την 5ην Ιουνίου 1923, το εν λόγω θέμα συζητήθηκε σε Πανορθόδοξο Συνέδριο το οποίο συνήλθε υπό την Προεδρία του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρού Μελετίου Δ’ και αποφάσισε ομόφωνα, ότι πρώτον, «θεωρεί επιτρεπόμενον τον δεύτερον γάμον εις τους συνεπεία θανάτου χηρεύσαντας ιερείς και διακόνους, ως μη αντιβαίνοντα εις το καθόλου πνεύμα της Ευαγγελικής διδασκαλίας, δεύτερον, ότι δικαιούνται αι Σύνοδοι των επιμέρους Εκκλησιών όπως επί τη γνωμοδοτήσει του αρμόδιου Επισκόπου επιτρέπωσιν εις τους εν χηρεία ιερείς και διακόνους την σύναψιν δεύτερου γάμου και τρίτον, ότι λογίζεται το μέτρον τούτο κανονικώς έγκυρον μέχρι της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ήτινι μόνη απόκειται, όπως περιβάλη την διάταξιν ταύτην δια κύρους καθολικού».
Επίσης, το 2006 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος με επιστολή του στον Βαρθολομαίου ανέφερε: «Η χορήγησις αδείας δια την τέλεσιν δευτέρου γάμου εις τους εν χηρεία Κληρικούς, δέον όπως γίγνηται μόνον κατ΄άκραν οικονομίαν υπό του Ανωτάτου Συνοδικού Οργάνου της οικείας αυτού Αυτοκεφάλου Εκκλησίας εξετασάσης, ενδελεχέστατα, κεχωρισμένως και κατά περίπτωσιν έκαστον σχετικόν αίτημα, μη δυναμένης της οιασδήποτε ληφθησομένης Αποφάσεως ίνα λάβη καθολικήν ισχύν, μηδέ εις αυτάς ταύτας τας ομοίας αυτή περιπτώσεις» και συνεχίζει: «Ότι τούτο δ’ όλον δύναται να κυρωθή μόνον μετά ομόφωνον Απόφασιν Πανορθοδόξου Συνόδου».