Η Μονή Προφήτη Ηλία στη Ζίτσα και ο Λόρδος Βύρων

 
Η Μονή Προφήτη Ηλία στη Ζίτσα Ιωαννίνων

Ενημερώθηκε: 20/07/21 - 02:15

Το μοναστήρι του Αϊλιά της Ζίτσας είναι χτισμένο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου που υψώνεται πάνω από την κωμόπολη της Ζίτσας. Ο λόφος αυτός έχει υψόμετρο 780 μέτρα και τα παλιά χρόνια ήταν κατάφυτος από πελώριες αιωνόβιες βελανιδιές, μερικές από τις οποίες σώζονται και σήμερα.

Η μονή συνδέθηκε με τον Λόρδο Βύρωνα που επισκέφτηκε το μοναστήρι το έτος 1809 κι έμεινε δυο μέρες σ’ αυτό στις 12 και 13 Οκτωβρίου, καταμαγεύτηκε από τη θέα κι αφιέρωσε στο βιβλίο του «Ταξίδι του Χάρολδ» τον εξής υπέροχο ύμνο :

«Ω Μοναστήρι της Ζίτσας! Ευτυχές και ιερόν άσυλον. Φθάσαντες στην υψηλή και κατάσκιο κορφή σου φέρομεν τα βλέμματά μας κάτω υπό τα πόδια μας, υπεράνω των κεφαλιών μας! Τι ποικιλία χρωμάτων αντάξια της Ίριδας! ...

Αλλά και άλλοι πολλοί επίσημοι ξένοι, όπως ο αυτοκράτορας του Μεξικού Μαξιμιαλιανός που επισκέφτηκε το μοναστήρι έμεινε κατάπληκτος από τη μαγευτική τοποθεσία του λόφου κι εξέφρασε το θαυμασμό του γι’ αυτόν. Έγραψε μάλιστα στον τοίχο του δωματίου του μοναστηριού στο οποίο φιλοξενήθηκε τα παρακάτω λόγια : «Ω Ζίτσα ευτυχής όποιος είδε τας φυσικάς σου καλλονάς, ευτυχέστερος όποιος δύναται ν’ απολαμβάνει τα θέλγητρά σου, αι μαγευτικαί σου θέσεις φέρουν στη σκέψη του ανθρώπου την ύπαρξη του Πλάστου».

Το μοναστήρι σύμφωνα με πληροφορίες μεταφέρθηκε από τον αντικρινό λόφο του Αϊλιά στη σημερινή του θέση το 1598 και σαν κτήτοράς του αναγράφεται στην εντοιχισμένη πάνω απ΄ την είσοδο της εκκλησίας πλάκα ένας ιερομόναχος Αθανάσιος «ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ SΡΣΤ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ».

Η χρονολογία αυτή είναι από κτίσεως κόσμου = 7106). Το μοναστήρι από την εποχή αυτή και στη συνέχεια έφτασε σε μεγάλη οικονομική ακμή κι απόχτησε πάρα πολλά κτήματα αγροτικά και αστικά. Οι κτιριακές του εγκαταστάσεις ήταν τεράστιες.

Στη μέση ήταν η εκκλησία στο όνομα του Προφήτη Ηλία, η οποία σώζεται και σήμερα , είναι θολωτή κι αγιογραφημένη. Πάνω από την πόρτα που επικοινωνεί με το νάρθηκα μια επιγραφή φανερώνει πως «η Μονή ιστορήθη το 1658 αρχιερατεύοντας του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Καλλίνικου μηνί Οκτωβρίου». Οι αγιογραφίες της είναι εξαιρετικές και δείχνει ότι ο ζωγράφος είχε αρκετή φαντασία και τέχνη σπάνια και ζηλευτή. Δυστυχώς πολλών αγίων τα μάτια είναι λογχισμένα.

Το βανδαλισμό τον έκαναν Τούρκοι στρατιώτες , απομεινάδια από ένα τούρκικο Σώμα στρατού που διασώθηκαν ύστερα από την πανωλεθρία που έπαθαν στη ΒΔ Μακεδονία από Σέρβους στον πόλεμο του 1912 κι έφτασαν εδώ όπου και ξεχείμασαν στο Μοναστήρι και σε διάφορα άλλα σπίτια της Ζίτσας και της Πρωτόπαππας.

Σε αρκετή απόσταση από την εκκλησία ήταν χτισμένα τα κελιά, περισσότερα από τριάντα, που την πλαισίωναν σε σχήμα «Π». Το κτιριακό αυτό συγκρότημα ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες ( τα κελάρια όπως τα έλεγαν), τα θολωτά υπόγεια για τα κρασιά, οι κρυψώνες, οι ξυλαποθήκες και οι στάβλοι των φορτηγών ζώων.

Στο απάνω πάτωμα ήταν αραδιασμένα τα κελιά που μπροστά τους είχαν μια ευρύχωρη κι απέραντη κρεβάτα από τη μια άκρη ως την άλλη, δυο δε σκάλες εξωτερικές πέτρινες σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, εξυπηρετούσαν το ανεβοκατέβασμα.

Στα κελιά έμενε ο ηγούμενος, 3-4 βοηθοί καλόγεροι, ο παππάς του μοναστηριού, το λοιπό προσωπικό (μάγειρας και βοηθός του, δυο κοπέλια, ο κελαρτζής (αποθηκάριος), οι περαστικοί που εύρισκαν εδώ άσυλο και ξημέρωναν και οι επίσημοι επισκέπτες που τα κελιά γι’ αυτούς ξεχώριζαν σε περιποίηση.

Το μοναστήρι μετά το 1862 όταν έχασε πηγές εσόδων που προέρχονταν από τα Μετόχια που διατηρούσε στη Ρουμανία κ.α και από κακή διοίκηση άρχισε να πέφτει σε παρακμή. Το προσωπικό σιγά σιγά έφυγε και μόνο ένας παπάς μ’ έναν υπάλληλο έμειναν που συντηρούταν από τα λίγα γεώμηλα που εξακολουθούσαν να τους δίνουν οι ευσυνείδητοι μόνο από τους καλλιεργητές κι από τα μικρά ενοίκια που εισέπρατταν από τα κτήματα του μοναστηριού στα Γιάννενα.

Στο τέλος έμεινε μόνο ο υπάλληλος που ονομάζονταν Δημήτριος Πανταζάκος ,ο «Μπασιαμήτρος» όπως τον έλεγαν στη Ζίτσα. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Μπασιαμήτρου το μοναστήρι ορφάνεψε. Κανένας ιερομόναχος ή καλόγερος δεν ανέλαβε τη διοίκησή του.

Η κοινότητα Ζίτσας διόρισε ένα λαϊκό Ζιτσιώτη για φύλακά του κι επειδή κι αυτή βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία δεν μπόρεσε να προβεί σε καμία επισκευή των κτιρίων του και να λάβει τα στοιχειώδη ακόμα μέτρα για τη συντήρησή του. Κι έτσι χρόνο με το χρόνο τα κτίρια ερειπώθηκαν και σε λίγο καιρό το τεράστιο κτιριακό συγκρότημα των κελιών και το κτίριο που στεγάζονταν οι φούρνοι και τα μαγειρειά κατέρρευσαν.

Σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση βρίσκονταν το Μοναστήρι έως το 1930 οπότε όλα τα μοναστηριακά κτήματα περιήλθαν στον Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος τα διαχειρίζεται.