Το 2000, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντέταξε στην εμπορευματοποίηση της αγάπης και του έρωτα την ανάδειξη δύο Αγίων, του Ακύλα και της Πρίσκιλλας. Η «Ημέρα των Ερωτευμένων», η οποία εκφραζόταν, στις 14 Φεβρουαρίου, στο πρόσωπο του Αγίου Βαλεντίνου, δεν ήταν (και δεν είναι) παρά μια «μόδα», ανάλογη αυτής του Αη-Βασίλη, η οποία προσέφερε τεράστια κέρδη σε όσους επένδυσαν σε αυτή.
Στην προσπάθειά του να αναδείξει την πλάνη για τους Ορθοδόξους, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πρότεινε στη νεολαία να τιμά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ζευγαριού που σε όλη τη ζωή του πορεύτηκε με βάση τον αλληλοσεβασμό και αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς.
Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ήταν εβραϊκής καταγωγής και ζούσαν αρχικά στη Ρώμη, όπου κατασκεύαζαν ειδικά υφάσματα για σκηνές. Το 49μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) εξεδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη, με την αιτιολογία ότι φιλονικούσαν για κάποιον «Χριστό».
Το ζευγάρι των Εβραίων, οι οποίοι είχαν δείξει ότι συμπαθούσαν τους Χριστιανούς, εγκατέλειψαν την πόλη και βρέθηκαν στην Κόρινθο, συνεχίζοντας το επάγγελμα του σκηνοποιού.
Το 51 μ.Χ., έφτασε στην Κόρινθο ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος συναντήθηκε με το ζευγάρι, το oποίο επί 18 μήνες τον φιλοξένησε στο σπίτι του.
Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν οι πρώτοι που βαπτίστηκαν, ενώ ο Απόστολος άρχισε να εργάζεται μαζί τους. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα εξελίχθηκαν σε σημαντικούς υποστηρικτές της νέας θρησκείας, αλλά και του Αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο, ο οποίος μέσω αυτών γνωρίστηκε και κατήχησε τους Ιουδαίους της πόλεως, δημιουργώντας μία από τις πιο ισχυρές εκκλησίες της εποχής εκείνης.
Όταν ο Απόστολος Παύλος αναχώρησε από την Κόρινθο, το ζευγάρι μετανάστευσε και αυτό, επιλέγοντας για επόμενο σταθμό της ζωής του την Έφεσο της Μικράς Ασίας, η οποία ήταν κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και χώρος όπου η ειδωλολατρία κυριαρχούσε λόγω της λατρείας της Αρτέμιδος.
Μυημένοι όπως ήταν στον Χριστιανισμό, αποφάσισαν να γίνουν κήρυκες της «νέας θρησκείας», όπως τη διδάχτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Από μαρτυρία του Αποστόλου (Ρωμ.16, 3) φαίνεται πως στην Έφεσο το ζευγάρι υπέφερε από τη μανία των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων.
Το 68 μ.Χ., ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα γύρισαν στη Ρώμη, όπου εντάχθηκαν στην Εκκλησία, με σκοπό να την υπηρετήσουν. Δεν έπαυαν να κηρύττουν με θέρμη και ζήλο, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός των Ιουδαίων να πιστέψουν στον Χριστό.
Το πρωτοχριστιανικό κείμενο «Αποστολικαί Διαταγαί» αναφέρει πως ο Ακύλας χειροτονήθηκε από τον Παύλο Επίσκοπος «των παροικιών της Ασίας», χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής πόλη.
Ο Απόστολος αναφέρεται στις επιστολές του με σεβασμό και αγάπη για τους δύο. Παρακαλεί, δε, τους Χριστιανούς της Ρώμης να χαιρετίσουν ιδιαιτέρως το ιερό ζευγάρι: «Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν, τους συνεργούς μου εν Χριστώ Ιησού, οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οις ουκ εγώ μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών και την κατ᾿ οίκον αυτών εκκλησίαν» (Ρωμ.16, 3-4).
Στην Καινή Διαθήκη, οι αναφορές στο όνομά τους έχουν αποτελέσει θέμα έρευνας για τους θεολόγους, καθώς όσες φορές αναφέρεται πρώτο το όνομα του Ακύλα, άλλες τόσες αναφέρεται και της Πρίσκιλλας, γεγονός που οδήγησε αρκετούς θεολόγους να ισχυριστούν πως, παρ’ όλο που η θέση της γυναίκας τότε ήταν υποδεέστερη, το αποστολικό τους έργο εθεωρείτο ισάξιο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα βρήκαν φρικτό θάνατο από τους διώκτες τους, υπερασπιζόμενοι την πίστη τους, και για τον λόγο αυτόν κατατάχτηκαν στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.