H Ιερά Μονή Επάνω Χρέπας βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων δυτικά της Τρίπολης, κοντά στον μικρό οικισμό του Περιθωρίου. Η θέση της μονής προσδιορίζεται πάνω στην παρειά των νότιων διακλαδώσεων του Μαινάλου, σε υψόμετρο περίπου 1.280 μέτρων.
Βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα προς τον κάμπο της Τρίπολης.
Ο αρκαδικός λαός από την αρχαιότητα είχε τοποθετήσει πάνω στο όρος Μαίναλο, εκτός από τις βασικές θεότητες του Δωδεκαθέου και θεότητες όπως ο Πάνας, οι Μαινάλιες Δρυάδες, Αμαδρυάδες και Βάκχες. Ο χριστιανισμός, στην προσπάθειά του να εξαγνίσει τα σημεία της ειδωλολατρικής λατρείας, συνήθιζε να τοποθετεί στη θέση τους ναούς.
Για την περιοχή του Μαινάλου δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη νέα θρησκεία κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Στους ύστερους χρόνους της βυζαντινής αυτοκρατορίας φαίνεται πως μοναχοί επέλεξαν αυτό το σημείο του Μαινάλου για να ιδρύσουν μοναστήρι προς τιμήν της Παναγίας της Επανωχρεπίτισσας.
Ο χώρος όπου έχει κτιστεί η μονή έχει μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει τις διαβάσεις του Μαινάλου προς τη Γορτυνία, μέσω των χωριών του Φαλάνθου. Εκεί έχουν διαδραματιστεί σοβαρά πολεμικά γεγονότα, στα οποία η μονή της Παναγίας της Επάνω Χρέπας χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο προστασίας.
Η μονή είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και έχει μείνει γνωστή ως «Μονή της Επάνω Χρέπας». Η ονομασία Επανωχρεπίτισσα προέρχεται από το όνομα του πλησιέστερου βουνού του Μαινάλου επί του οποίου είναι κτισμένη η μονή.
Το τελευταίο σιγίλλιο που σώζεται είναι του Γρηγορίου Ε΄ τον Μάρτιο του 1798, από περικοπή του οποίου μπορούμε να οδηγηθούμε στην εικασία ότι το προηγούμενο σιγίλλιο είχε εκδοθεί επί Γαβριήλ Δ΄ (1780-1785), δηλαδή μετά τα Ορλωφικά. Αν πριν από αυτό είχε εκδοθεί άλλο, αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί. Το σιγίλλιο του Ιερεμία Β΄, του 1581, πιθανώς να είναι το δεύτερο στη σειρά από τα σιγίλλια που εκδόθηκαν:
Σε απογραφή των Ενετών πριν από το 1715, η μονή Επάνω Χρέπας με τα μετόχια της είχε: τρεις ναούς, 19 κελιά ή οικίες, 123 αμπελώνες χέρσους, 9 ελιές, 2 βοσκοτόπους. Στο μοναστήρι φυλάσσονται αρκετά έγγραφα, εκ των οποίων και ορισμένα τουρκικά, που παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή της μονής.
Επίσης, φυλάσσονται έξι χειρόγραφοι κώδικες δύο του 17ου, ένας του 18ου και τρεις του 19ου αιώνα.
Στα προεπαναστατικά έγγραφα καταγράφονται από το 1766 διάφορες πράξεις για αγοραπωλησίες: πράξεις αφιερωματικές, δανειστικές, διενέξεις κτηματικές κ.ά. Από ορισμένα έγγραφα συνάγεται ότι οι Τούρκοι επισκέπτονταν συχνά το μοναστήρι.
Μια σειρά ιστορικών γεγονότων που έχουν καταγραφεί στον κτητορικό κώδικα της μονής και σε έγγραφα της Ελληνικής Επανάστασης προσδιορίζουν το ρόλο που έπαιξε η Παναγία της Επάνω Χρέπας σε δύσκολες για τον τόπο στιγμές.
Η πολιορκία της Τριπολιτσάς και η καταστροφή των επαναστατών του 1770, καθώς και η εξόντωση των Αλβανών το 1779 είναι από τα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της μονής.
Ενθύμημα με λανθασμένη χρονολογία «1769 Μαρτίου 19» (τα γεγονότα της πολιορκίας τοποθετούνται μεταξύ 29 Μαρτίου και 9 Απριλίου του 1770, όταν η Τριπολιτσά υπέφερε πολλά από την αποτυχία της πολιορκίας) έχει συντάξει κάποιος απλοϊκός καλόγερος: «1769 Μαρτίου 19- ήρθον να πάρου[ν] τιν χορα και στες δεκατρις του Απριλι ανίξαν τω μπουντρούμι και πίραν τα σκέβι του μοναστίριου τιαυτι ιμέρα επίραν και τα πρόβατα του μοναστιρίου 878 και τι αυτι ιμερα απάνου στο βουνό εκοψαν τον ιγούμενον Καλινικον χρόνον 85 εονια του ι μνιμι».
Στις 13 Μαρτίου του 1770 οι Αλβανοί με επιδρομή άνοιξαν το μπουντρούμι της μονής, πήραν όλα τα φυλασσόμενα σκεύη της, άρπαξαν το ποίμνιο (878 πρόβατα) και σκότωσαν τον ηγούμενο Καλλίνικο.
Στις 9 Ιουνίου 1770, μετά τα Ορλωφικά, ο πασάς της Τριπολιτσάς καλεί όλους τους χωρικούς στο Περθώρι και τους μοναχούς της Επάνω Χρέπας να προσκυνήσουν ζητώντας συγχώρεση για τα γεγονότα.
Στο έγγραφο «του μεγαλοπρεπεστάτου αγά αυθέντου μουσελήμαγα Χασάν εφέντη, βεκίλη του υψηλοτάτου αυθέντου Μισίν Ζατέ Μεϊμίθ πασιά» σημειώνεται ότι: «οι κάτοικοι έχουν την έφεσιν και αγάπη δια να προσκυνήσουν και να είναι ραγιάδες, όπως και πρώτα, μα από αγνωσίαν τους αγρίεψαν. Παρά τούτο, όσοι έλθουν και κλαύσουν προσπίπτοντες εις το έλαιος της κραταιάς βασιλείας, θέλουν πάρει την συγχώρησιν και θέλει είναι απείρακτοι… Και να μη λείψετε να φέρνετε και ζαερέ δια να δείξετε με το άργος την υποταγήν…».
Η μονή επέζησε κατά την Ελληνική Επανάσταση, ενώ κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες λόγω της θέσης της και της προθυμίας των μοναχών της. Παρόμοιες υπηρεσίες είχε προσφέρει και κατά τα Ορλωφικά.
Διάφορα ενθυμήματα αναφέρουν ότι η μονή λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους στις 29 Μαρτίου 1821 και ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (1821-1828) η μονή προσέφερε για ζωοτροφίες των αγωνιστών 10.000 γρόσια, για πολεμοφόδια 1.000 γρόσια, στην Πελοποννησιακή Γερουσία το 1822 ως δάνειο 1.000 γρόσια, μετρητά κατά διάφορες εποχές 1.500 γρόσια και για το νομισματοκοπείο σκεύη αξίας 1.250 γροσίων. Επιπλέον, τρεις μοναχοί μετείχαν στα πεδία των μαχών.