Επρόκειτο να είναι ένας ωραίος περίπατος, μια διαδρομή σπαρμένη με τριαντάφυλλα. Μόλις ψηφιστεί το Brexit, είχε προβλέψει ο υπουργός Λάιαμ Φοξ, η εμπορική συμφωνία με την ΕΕ θα είναι η πιο εύκολη διαπραγμάτευση σε όλη την ανθρώπινη ιστορία.
Η ζωή εκτός Ευρώπης θα είναι υπέροχη, είχε πλειοδοτήσει ο τότε δήμαρχος Μπόρις Τζόνσον, «γιατί το να βγούμε από την ΕΕ δεν θα κοστίσει πρακτικά τίποτα, ενώ το να μείνουμε θα κοστίσει πολύ ακριβά». Τεσσεράμιση χρόνια αργότερα, και παρόλο που η συμφωνία έκλεισε τελικά στις 24 Δεκεμβρίου, αποδείχθηκε ότι το διαζύγιο μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ ήταν ένας εφιάλτης χωρίς τέλος.
«Εισερχόμαστε σε αυτή τη σύντομη και απατηλή περίοδο που χωρίζει τη στιγμή που πέφτεις στον γκρεμό από τη στιγμή που γκρεμίζεσαι στα βράχια», λέει ο Πίτερ Κέλνερ, πρώην διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων YouGov. «Την ώρα της συντριβής, ο πόνος θα αποκαλύψει τα ψέματα που μας είπαν μετά το δημοψήφισμα και θα φωτίσει τις επιλογές που κάναμε εδώ και 75 χρόνια».
Η αντιπαράθεση για την αλιεία και τους κανόνες του ανταγωνισμού συγκάλυψε το γεγονός ότι αν το Brexit είναι ένα σοκ για την Ευρώπη, δεν παύει να είναι μια βουτιά στο άγνωστο για το Ηνωμένο Βασίλειο. Η «Global Britain» που είχε υποσχεθεί ο Τζόνσον ήταν πάντα κενή περιεχομένου. Οσο για το σχέδιο μιας «Σιγκαπούρης στον Τάμεση», ενός φορολογικού παραδείσου δηλαδή στις πόρτες της ΕΕ που ονειρεύονταν οι υπερφιλελεύθεροι, έγινε κομμάτια από την κρίση της Covid-19.
Για τους Βρετανούς, το Brexit ισοδυναμεί με μια «επιστροφή προς το μέλλον» - δηλαδή τη δεκαετία του 1950. Την ώρα που η Γερμανία και η Γαλλία ξεκινούσαν την οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης, οι Βρετανοί αρνιόντουσαν να λάβουν μέρος σε ένα πρόγραμμα που κατά τη γνώμη τους δεν ήταν αρκετά φιλόδοξο και είχε πίσω του δύο χώρες που, πάλι κατά τη γνώμη τους, ήταν οι χαμένοι του πολέμου. «Οι σκέψεις μας μάς μεταφέρουν πέρα από τις θάλασσες», έλεγε ο πρωθυπουργός Αντονι Ιντεν, «προς τους πληθυσμούς εκείνους όπου παίζουμε έναν ρόλο σε όλα τα μέρη του κόσμου».
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησαν έτσι δύο αντίθετες πορείες: η πρώτη επιδίωξε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το δεύτερο τη σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Αλλά οι αμερικανοί σύμμαχοι στερούνταν οίκτου. «Η Μεγάλη Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία, αλλά δεν έχει βρει ακόμη ρόλο», σημείωσε το 1962 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον.
Εξι δεκαετίες αργότερα, από τις οποίες οι 47 χαρακτηρίστηκαν από έναν γάμο συμφερόντων, βρισκόμαστε και πάλι στο ίδιο σημείο.«Η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν ποτέ - ούτε θα γίνει ποτέ - μια ευρωπαϊκή χώρα», έγραψε στην Ντέιλι Τέλεγκραφ ο Ρόμπερτ Τομπς, ένας ιστορικός που ειδικεύεται στη Γαλλία. Για πολλούς, η σύγκρουση με τη Γερμανία και τη Γαλλία δεν τελείωσε ποτέ και το Brexit είναι απλώς ένα νέο επεισόδιο. Λίγο πριν από το δημοψήφισμα του 2016, δεν είχε ο Τζόνσον συγκρίνει την ευρωπαϊκή ενοποίηση με τα σχέδια του Ναπολέοντα και του Χίτλερ;
Η έξοδος από την ΕΕ, επισημαίνει από την πλευρά του ο ιστορικός Ρόμπερτ Χάρις, «ίσως να αποτελέσει εν τέλει για μας τη στιγμή της αλήθειας για τη θέση μας στον κόσμο. Εχουμε ζήσει πολύ με τη δόξα του παρελθόντος, που εν μέρει τροφοδότησε και το Brexit».
Αυτή η διαδικασία ενδοσκόπησης μπορεί να αποδειχθεί βίαιη. Όχι μόνο λόγω των σοβαρών οικονομικών αβεβαιοτήτων που όξυνε το Brexit, αλλά κι επειδή το Brexit, εκδήλωση του αγγλικού εθνικισμού, μπορεί να οδηγήσει στη διάσπαση της χώρας. Η ιδέα ότι ένα εύθραυστο πολυεθνικό κράτος όπως το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να παίζει με τον εθνικισμό χωρίς να κάψει τα δάκτυλά του αποτελεί μια αυταπάτη, προειδοποιεί ο ιρλανδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Φίνταν Ο’ Τουλ.
Διαμόρφωση νέων σχέσεων με τους γείτονες, έξοδος από την απομόνωση και αναζήτηση ενός νέου ρόλου στον κόσμου, διαχείριση του κινδύνου που συνιστούν η ανεξαρτησία της Σκωτίας και η επανένωση της Ιρλανδίας: οι προκλήσεις είναι τεράστιες.
Το Brexit δεν είναι ένας περίπατος στην παραλία, αλλά μια ιστορική στροφή με απρόβλεπτες συνέπειες.
Βρήκατε τη σειρά «Brexitland» γοητευτική; Ατελείωτη; Προετοιμαστείτε για καινούργιες σεζόν.
*Ο Φιλίπ Μπερνάρ είναι αρθρογράφος της Monde
ΠΗΓΗ: Le Monde via ΑΠΕ-ΜΠΕ