Ο νέος κορονοϊός επεκτείνει κάθε ημέρα τη ζώνη της μόλυνσής του. Προκαλεί την κατάρρευση των αγορών και κακοποιεί την παγκόσμια οικονομία. Θέτει σε δοκιμασία τα συστήματα υγείας. Ο Covid-19, όμως, δοκιμάζει και τα πολιτικά συστήματα. Για να καταπολεμηθεί μια προελαύνουσα επιδημία, τι είναι πιο αποτελεσματικό: ο αυταρχισμός ή η δημοκρατία;
Το ερώτημα τίθεται σε μια σημαντική στιγμή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Σε πολλές δημοκρατικές χώρες, οι ψηφοφόροι εμφανίζονται δύσπιστοι ή αποστασιοποιούνται από τους πολιτικούς τους θεσμούς. Την ίδια στιγμή, το «αντιφιλελεύθερο» δημοκρατικό μοντέλο εδραιώνεται στην Άγκυρα, στη Βαρσοβία ή στη Βουδαπέστη. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θέλει να αφήσει πια το Κρεμλίνο. Και η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ εξαίρει την αυταρχική διακυβέρνηση με κινεζικά χαρακτηριστικά (άλλοτε την αποκαλούσαμε «δικτατορία»).
Κι όμως, αυτό που ο κορονοϊός έχει αποδείξει είναι η ακαταλληλότητα ενός καθεστώτος που καταστέλλει την ελευθερία της έκφρασης. Μπορεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας να επαινεί την απόφαση των κινεζικών αρχών να βάλουν σε καραντίνα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά πολλοί Κινέζοι προβληματίζονται για τις πέντε εβδομάδες που χάθηκαν από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ο ιός.
Αν είχαν εισακουστεί εκείνοι που απηύθυναν τις πρώτες προειδοποιήσεις, αν η περιφερειακή ηγεσία είχε τολμήσει να ενημερώσει το «κέντρο» ότι τα πράγματα πήγαιναν πολύ άσχημα στην Ουχάν, εκατομμύρια Κινέζοι δεν θα ζούσαν σήμερα αυτή τη δοκιμασία. Η διαχείριση αυτής της επιδημίας φέρει τη σφραγίδα της εποχής Σι: συγκεντρωτισμός, εμμονή με τον κοινωνικό έλεγχο και καταστολή της παραμικρής διαφωνίας, ακόμη και ιατρικού χαρακτήρα. Η φιλοδοξία του Σι να προωθήσει το κινεζικό μοντέλο διακυβέρνησης, δηλαδή την παντοδυναμία του κομματικού κράτους, βγαίνει από την ιστορία αυτή αποδυναμωμένη.
Σε καλύτερη κατάσταση δεν βρίσκεται ούτε ο ναρκισσιστικός λαϊκισμός τον οποίο ασκεί ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Αμερικανός πρόεδρος αρχικά υποτίμησε τον ιό, λέγοντας ότι θα τα λύσει όλα η ζέστη. Ύστερα κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς ότι διογκώνουν το πρόβλημα για να προκαλέσουν ύφεση και να πλήξουν την εκστρατεία επανεκλογής του. Και στη συνέχεια τα έβαλε με την Ευρώπη. Στη διάρκεια όλης αυτής της κρίσης, έδειξε ανίκανος να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Ο ιός φέρνει στο φως τις αδυναμίες του αμερικανικού συστήματος υγείας, το οποίο ο Τραμπ βάλθηκε να ξεχαρβαλώσει. Ο Αμερικανός πρόεδρος περιόρισε όμως σημαντικά και τα μέσα που απαιτούνται για την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι ήδη υψηλό λόγω των «δώρων» προς τους πλούσιους και τα περιθώρια νομισματικών ελιγμών μικρά λόγω της πίεσης προς τη Fed για χαμηλά επιτόκια. Και αυτό μπορεί να το πληρώσει ακριβά τον Νοέμβριο.
Απέναντι σε μια τέτοια κρίση, είναι λογικό οι πλούσιες χώρες να τα πηγαίνουν καλύτερα από τις φτωχές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάλι, δοκιμάζεται διπλά. Πρώτον, πρέπει να δείξει την πίστη της σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος που τη διαχωρίζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεύτερον, πρέπει να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο μιας ύφεσης που δεν θα γνωρίζει σύνορα. Η Γερμανία δεν μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να μιλάει πλέον για λιτότητα.
Το 2008, το χειρότερο αποφεύχθηκε. Μια μείζων ύφεση αποτράπηκε χάρις στη συντονισμένη δράση όλων των μεγάλων οικονομιών, δημοκρατικών ή μη. Ο κίνδυνος ήταν παγκόσμιος, η απάντηση πολυμερής. Αλλά η πολυμέρεια δεν είναι πια της μόδας.
*Ο Αλέν Φρασόν είναι αρθρογράφος της Monde
ΠΗΓΗ: Le Monde via ΑΠΕ-ΜΠΕ