Κοντά στον Θεό, στον οποίο είχε χαρίσει ολοκληρωτικά την ψυχή του, βρίσκεται από χθες ο «Φώτης του Βόλου», ο γεράκος που μοίραζε απλόχερα την αγάπη, την αισιοδοξία και ό,τι είχε από το υστέρημά του στους αναξιοπαθούντες.
Ο συμπαθητικός 87χρονος με την ευγενική και μεγάλη καρδιά, που όλοι αποκαλούσαν «ερημίτη του Θεού», άφησε την τελευταία του πνοή στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο σκορπίζοντας απέραντη θλίψη στους συμπολίτες του.
Ο Φώτης Λαδόπουλος, η γραφική φιγούρα με λευκό μούσι, σκελετωμένο πρόσωπο και λεπτή κορμοστασιά, που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες της Βίβλου, φιλοξενούνταν τους τελευταίους μήνες στο γηροκομείο της θεσσαλικής πόλης, καθώς είχε υποστεί ελαφρύ εγκεφαλικό. Στα νιάτα του ήταν πετυχημένος τσαγκάρης, όμως, είχε αναπτύξει για τη ζωή μια φιλοσοφία που δεν είχε να κάνει με τα υλικά αγαθά.
Ετσι, τα χρήματα που έβγαζε τα μοίραζε στους μη έχοντες, με αποτέλεσμα το μαγαζί του να βάλει λουκέτο από το 1955! Από τότε γύρισε σελίδα και για πολλά χρόνια κατοικούσε στα νταμάρια της Γορίτσας, όπου του αρκούσαν το νερό και το ψωμί για να ζει. Ακόμη και τότε όσα χρήματα συγκέντρωνε από διάφορες μικροδουλειές συνέχιζε να τα δίνει σε όσους πίστευε ότι είχαν ανάγκη.
Ο 87χρονος «φτωχούλης του Θεού» ήταν ένας κοσμικός ερημίτης, ο οποίος ταξίδευε καθημερινά από τη μια άκρη της πόλης του Βόλου ως την άλλη έχοντας ως αποστολή να ξυπνά τις ξεχασμένες ευαισθησίες των ανθρώπων και να τους κάνει να βλέπουν τη ζωή με άλλο μάτι. Ατομο βαθιά θρησκευόμενο, περνούσε καθημερινά από τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας Γορίτσας για να προσευχηθεί και να ανάψει ένα κερί. Σε συνέντευξή του στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» είχε αναφερθεί στη συγκίνηση που νιώθει όταν ακούει τη θεία λειτουργία: «Με συγκινεί ο λόγος των αγίων πατέρων. Μιλάνε για την αγάπη που πρέπει να έχουμε προς όλο τον κόσμο, σε κάθε σημείο του πλανήτη, κι όχι μόνο μεταξύ μας οι Ελληνες. Ολοι οι ιερείς του Βόλου με αγαπάνε και με βάζουν στις προσευχές τους. Οταν παρακολουθώ τη θεία λειτουργία, νιώθω ότι βγαίνουν φτερά στους ώμους μου» είχε πει χαρακτηριστικά.
Μετά την εκκλησία ξεχυνόταν για περίπου τρεις ώρες στους δρόμους, όπου έπιανε κουβέντα με τους γνωστούς του, πρόσφερε λουλούδια και ευχόταν χρόνια πολλά, ακόμα και τις μέρες που δεν υπήρχε γνωστή γιορτή. Φίλους του είχε κάνει και τους καταστηματάρχες, τους οποίους εξυπηρετούσε κάνοντας θελήματα. Τα λίγα χρήματα που του έδιναν τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη και δεν ήταν λίγες οι φορές που άφηνε ακόμα και 50 λεπτά σε κάποια καταστήματα, για να τους φέρει... γούρι και να έχουν καλές δουλειές!
Οσοι δεν γνώριζαν τον Φώτη τον περνούσαν για ζητιάνο ή τον... τρελό της πόλης. Οι υπόλοιποι, όμως, είχαν μεγαλώσει μαζί του και είχαν μάθει από τον ίδιο τι θα πει να προσφέρεις αγάπη χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση. Τα τελευταία χρόνια ο «ερημίτης του Θεού» ζούσε σε μια καλύβα στο ύψος του Πανθεσσαλικού Σταδίου. Εκεί ήταν ευτυχισμένος, αν και δεν είχε ρεύμα και νερό, αφού βρισκόταν κοντά στη φύση, όπως ήθελε να ζει. Ομως, τον Απρίλιο (το Μεγάλο Σάββατο) σωριάστηκε στον δρόμο με εγκεφαλικό.
Μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο νοσοκομείο της πόλης κι έπειτα φιλοξενήθηκε στο ίδρυμα «Γηροκομείον Βόλου». «Δεν φοβήθηκα όταν έπεσα, γιατί είχα τον Θεό κοντά μου. Νιώθω πολύ γεμάτος και ευτυχισμένος εδώ. Είναι όλοι καλοί άνθρωποι και με αγαπάνε» είχε πει τότε ο κοσμοκαλόγερος που μοίραζε απλόχερα καλοσύνη.
Σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι βυθισμένοι στα προβλήματά τους ζουν αποξενωμένοι απ' όλους και απ' όλα, η ζωή του Φώτη, που κοίταζε πάντα τον διπλανό του, ας αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση.
Πηγή: