Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών ο Κώστας Καζάκος, μετά από προβλήματα υγείας. Ο σπουδαίος ηθοποιός, με μακρά και πολύτιμη καριέρα στο θέατρο , στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» καθώς αντιμετώπιζε αναπνευστικά προβλήματα.
Από την θεατρική παράσταση «μικρή μας πόλη» έως «το μεγάλο μας τσίρκο» και τα «Ματωμένα Χώματα», στην οποία επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει, αλλά αποχώρησε για λόγους υγείας, ο Κώστας Καζάκος έλεγε, «δίνουμε εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο ψάχνουμε δουλειά». «Είναι άγρια η συνθήκη για τον κόσμο του θεάτρου»
Το μεγάλο μας τσίρκο ήταν θεατρική παράσταση, της οποίας η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε από το θίασο Καρέζη – Καζάκου στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο “Αθήναιον”. Δημιουργός του θεατρικού έργου ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.
Η ιδέα της παράστασης ήρθε την άνοιξη του 1972, από το ζεύγος Καρέζη- Καζάκου, που ήθελε να ανεβάσει ένα έργο, που θα έβριθε από ποιότητα καλλιτεχνική και πατριωτισμό.
Οι θιασάρχες εμπιστεύθηκαν το ταλέντο του σπουδαίου έλληνα θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο μεγάλος συγγραφέας δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι, το «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» πήρε σάρκα και οστά.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη,
Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Φαίδωνα Πατρικαλάκη.
Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης.
Ο διάκοσμος του χώρου της εισόδου, καθώς και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Συμμετείχαν οι ηθοποιοί:
Κώστας Καζάκος, Τζένη Καρέζη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Νίκος Κούρος, Τίμος Περλέγκας και Χρήστος Καλαβρούζος.
Όπως έλεγε η Τζένη Καρέζη: «Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη... και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες... και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα έπρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα έπρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν»
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ο κόσμος αμέσως το αγκάλιασε και το αγάπησε. Το έργο έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Η αλληγορία του κατόρθωσε έξυπνα να διαφύγει της λογοκρισίας, δίνοντας αποφασιστικά χτυπήματα κατά της δικτατορίας. Ανάμεσα στον κόσμο υπήρχαν και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που κατέγραφαν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Οκτώβριος 1973 : Λίγο πριν από το Πολυτεχνείο, το έργο διακόπηκε βίαια από τη Χούντα. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
22 Δεκεμβρίου 1973 : Το ζεύγος δεν κάμφθηκε από τη σύλληψή του και ανέβασε το έργο εκ νέου μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία.
3 Αυγούστου 1974 : Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των σκηνών που εíχαν λογοκριθεí κι ενός τραγουδιού («Το Προσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης, για να τιμήσει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Την παράσταση είδαν περίπου 400.000 άνθρωποι εκφράζοντας την επανάσταση- διαμαρτυρία τους ενάντια στη Χούντα.
Κυρίαρχα συνθήματα, γνωστά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και «ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ -- ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ» , είχαν πρωτοεμφανιστεί στην παράσταση.
Ερμηνευτής, συνθέτης και μουσικοί δέχονταν σχεδόν καθημερινά τις «επισκέψεις» των οργάνων της Χούντας.
Το έργο ανεβαίνει ξανά από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε Αθήνα και επαρχία και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία.
Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Γουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Ακολούθησαν ταινίες όπως το «Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), το «Παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, η «Λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, η «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, η «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, ο «Δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές ακόμα θεατρικές επιτυχίες όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σαίξπηρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Στην τηλεόραση συμμετείχε συχνά ως ηθοποιός ή σκηνοθέτης σε τηλεοπτικές σειρές όπως Μαρίνα Αυγέρη, Μεγάλη Περιπέτεια, Ο μεγάλος ξεσηκωμός, Μαύρη Χρυσαλλίδα, Κλειστά Παράθυρα, Τμήμα Ηθών, Το Γελοίον του Πράγματος, Εκτός Πορείας, Βέρα στο Δεξί, Ζωή Ξανά κ.ά.