Όπως ήταν αναμενόμενο δεν κατέληξε το EuroWorking Group σε απόφαση σχετικά με την προστασία πρώτης κατοικίας με αποτέλεσμα τόσο οι δανειολήπτες να βρίσκονται στον αέρα αλλά και η εκταμίευση της δόσης των 970 εκατ. ευρώ αντί να έρχεται πιο κοντά, ολοένα να μοιάζει περισσότερο αμφίβολη.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να βιαστεί ιδιαίτερα, προκειμένου να φτάσει σε συμφωνία με τους θεσμούς πριν το Eurogroup στις 5 Απριλίου στο Βουκουρέστι, καθώς αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί, θα είναι η τρίτη φορά που η εκταμίευση θα αναβληθεί, κάτι που αναμένεται να στείλει αρνητικά μηνύματα στις αγορές.
Μπορεί η κυβέρνηση να διαρρέει ότι η συμφωνία είναι κοντά, αλλά αυτό πλέον δεν πείθει κανέναν δεδομένου ότι έχει ειπωθεί πολλές φορές και στο πρόσφατο παρελθόν και τελικά αποτέλεσμα δεν υπήρξε.Χαρακτηριστικό είναι ότι η κυβέρνηση είχε προαναγγείλει πως θα καταθέσει το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή υπό μορφή τροπολογίας.
Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μονομερή ενέργεια.Δεν έγινε και δεν πρόκειται να γίνει και τις επόμενες ημέρες. Ο πρώτος λόγος είναι πολιτικός και ο δεύτερος τεχνικός. Το νομοσχέδιο δεν είναι έτοιμο, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση και το κυριότερο ότι δεν θέλει να συγκρουστεί με την τρόικα. Την δήθεν μονομερή ενέργεια την χρησιμοποίησε ως μέσο πίεσης, το οποίο όπως φαίνεται δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Η νέα ημερομηνία ορόσημο είναι η 1η Απριλίου, η προσεχής Δευτέρα δηλαδή, όταν και θα φτάσει στην Αθήνα δηλαδή το κλιμάκιο της τρόικας για την 3η αξιολόγηση.. Η κυβέρνηση στην παρούσα φάση και στην μάχη με τον χρόνο, έχει και έναν σύμμαχο, που δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι και οι δανειστές δεν θέλουν να αφήνουν εκκρεμότητες, ενόψει και των ευρωεκλογών.
Από την άλλη, το συμπέρασμα των θεσμών, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι ότι το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας παραμένει «προβληματικό» σε πολλά σημεία του και η εφαρμογή του σε συνδυασμό με τις ισχύουσες διατάξεις (, εξωδικαστικός μηχανισμός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, πτωχευτικό δίκαιο κ.λπ.) θα οδηγούσε σε μια νέα γενιά στρατηγικών κακοπληρωτών.
Οι ενστάσεις των θεσμών ξεκινούν από το μόνιμο δημοσιονομικό βάρος που επιφέρει η επιλογή της κυβέρνησης για επιδότηση δόσης κόκκινων στεγαστικών δανείων, με συνολικό ποσό 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Σε ορίζοντα τετραετίας απαιτείται ένα κονδύλι 800 εκατ. ευρώ ή κάτι λιγότερο από το 0,5% του ΑΕΠ όταν η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί πως έως και το 2022 το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέρχεται σε 3,5% του ΑΕΠ.
Ο στόχος είναι ήδη δύσκολος καθώς οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης αναθεωρούνται διαρκώς σε όλη την ευρωζώνη προς τα κάτω, ενώ στην ελληνική περίπτωση η νάρκη των δικαστικών αποφάσεων για διεκδικήσεις αναδρομικών απειλεί να τινάξει τη δημοσιονομική ισορροπία στον αέρα.
Στην ουσία του νέου πλαισίου, το μεγαλύτερο αλλά όχι μοναδικό πρόβλημα εντοπίζεται στη δυνατότητα των δανειοληπτών, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη στον βαθμό όπου απορριφθεί με βάση τα νέα κριτήρια η υπαγωγή τους σε καθεστώς προστασίας, εξασφαλίζοντας στο μεσοδιάστημα προστασία έναντι πλειστηριασμών.
Ένα επιπλέον «αγκάθι» αφορά τις περιπτώσεις εκείνες των δανειοληπτών οι οποίοι έχουν κάνει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη, χωρίς να έχει εκδικαστεί η υπόθεσή τους και κατά την εκτίμηση των θεσμών θα έπρεπε να περάσουν από την «κρησάρα» του νέου πλαισίου.
Η ρευστοποίηση πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών των οποίων η πρώτη κατοικία θα τελούσε υπό καθεστώς προστασίας αποτελεί μια ακόμα απαίτηση των θεσμών, όπως άλλωστε και η δραστική μείωση της περιμέτρου κάλυψης επιχειρηματικών δανείων με ενέχυρο πρώτης κατοικίας, τα οποία κατά την αρχική θέση των θεσμών θα έπρεπε να εξαιρεθούν. Στις αλλεπάλληλες τηλεδιασκέψεις, πληροφορίες αναφέρουν πως υπήρξε σύγκλιση επί διαφόρων τεχνικών θεμάτων, αλλά οι αποστάσεις παραμένουν ακόμα μεγάλες στην ουσία των νέων διατάξεων, κάνοντας ορισμένες πηγές να αναρωτιούνται εάν έχει νόημα η συνέχιση των διαπραγματεύσεων εκ του μακρόθεν.