Δολοφονία Μιχάλη Ζαφειρόπουλου: Οι τελευταίες δραματικές στιγμές του άτυχου ποινικολόγου, που έπεσε θύμα μαφιόζικης εκτέλεσης στο γραφείο του στα Εξάρχεια τον Οκτώβριο του 2017, αναβίωσαν σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.
Ο δικηγόρος και στενός συνεργάτης του άτυχου αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στο μοιραίο ραντεβού που είχαν κλείσει οι δυο Αλβανοί προφασιζόμενοι ότι είναι πελάτες. Η προσωπική υπόθεση που επικαλέστηκαν ήταν το «κλειδί» για να συναντηθούν εκείνο το απόγευμα με τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο ωστόσο το γεγονός ότι δεν έδιναν σαφείς απαντήσεις προκάλεσε την αντίδραση του ποινικολόγου ο οποίος, σύμφωνα με την μαρτυρία του συνεργάτη του, τους είπε: «εδώ είμαστε σοβαρό γραφείο, αν δεν πείτε λεπτομέρειες δεν μπορούμε να αναλάβουμε την υπόθεση».
Λίγα λεπτά αργότερα οι άνδρες είχαν αποκαλύψει τις προθέσεις τους ζητώντας στοιχεία για την υπόθεση του , κατέθεσε ο δικηγόρος. «Έβγαλαν και οι δύο τα όπλα. Φόρεσαν και γάντια και σημάδευαν τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο και εμένα. Είπαν ότι έχουν έρθει από την Κύπρο για την υπόθεση του Αρ. Φλώρου. «Πρέπει να του πεις να μοιράσουμε τα λεφτά από την Κύπρο» είπαν στον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο. Εκείνος τους απάντησε «εμείς είμαστε δικηγόροι, δεν ξέρω τι μου λέτε».
Στη συνέχεια ζήτησαν να μάθουν πού μένει ο . Μας πήραν και μας πήγαν μέσα στο γραφείο του Μιχ. Ζαφειρόπουλου. Εκεί τους έδωσε ένα κλητήριο θέσπισμα το οποίο είχε πάνω τη διεύθυνση. Ήταν η μόνη στιγμή που ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος κάθισε για να βρει το έγγραφο. Την ώρα που πηγαίναμε στο γραφείο του, ο ένας είπε στον Ζαφειρόπουλο «να τον προσέχεις» εννοώντας τον συνεργάτη του» περιέγραψε ο μάρτυρας και συνέχισε «Ήμασταν και οι δύο όρθιοι. Του ζήτησαν τα έγγραφα της δικογραφίας Φλώρου και τους υπέδειξε που είναι.
Με ήρεμο ύφος ο τους είπε «πάρτε ό,τι θέλετε!». Μετά ο ένας βγήκε και πάλι από το γραφείο και μείναμε οι τρεις μας. Τότε, ο κατηγορούμενος μας ζήτησε ό, τι χρήματα είχαμε πάνω μας. Έβγαλε ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος ένα σεβαστό ποσό, δεν ξέρω πόσα ακριβώς και εγώ 70 ευρώ και του τα δώσαμε. Όταν ξαναμπήκε ο ένας ρώτησε τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο εάν έχει όπλο, εάν έχει μπουτόν και που είναι οι κάμερες. Ρώτησε και εάν υπάρχει χρηματοκιβώτιο. Για μία ακόμα φορά τους απάντησε «εδώ είμαστε δικηγόροι, πάρτε ό, τι θέλετε... Τότε, στο όπλο του κατηγορούμενου βιδώθηκε ένας σιγαστήρας. Ο άλλος ζήτησε τα κινητά μας τηλέφωνα».
«Με σκοτώσανε»
Ήταν η στιγμή που τον οδήγησαν σε ένα άλλο γραφείο και ο ένας ζήτησε από τον συνεργό του να πυροβολήσει στα πόδια τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο. «Εγώ του είπα "τι σας έχει κάνει, δικηγόρος είναι τη δουλειά του, κάνει" και μου απάντησε "πρέπει να φύγει το μήνυμα". Μου είπε "δε θα σου κάνουμε κάτι". Θα βγεις μόλις φύγουμε από το γραφείο. Κάτι απηύθυνε στα Αλβανικά και πριν κλείσει την πόρτα άκουσα τον θόρυβο από τον σιγαστήρα και έφυγαν.
Φώναξα στο Μιχ. Ζαφειρόπουλο "είστε καλά;". Μπήκα στο γραφείο, ήταν όρθιος, είχε μία μεγάλη κηλίδα αίμα στο πουκάμισο. Η τελευταία λέξη που μου είπε ήταν "με σκοτώσανε"».
Όπως περιέγραψε ο μάρτυρας ο άτυχος ποινικολόγος «είχε χλομιάσει, δεν μπορούσε να μιλήσει, έτρεμε από τον φόβο του». Ο ίδιος, κατέθεσε, τηλεφώνησε ζητώντας βοήθεια και βγαίνοντας από το γραφείο βρήκε μια γιατρό αλλά ήταν ήδη αργά.