Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπιος Παυλόπουλος συμμετέσχε σε διαδικτυακή εκδήλωση του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών -του οποίου είναι Επίτιμος Καθηγητής- με κεντρικό θέμα την απόφαση της 5.5.2020 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (ΟΣΔΓ) (υπόθεση “Weiss”), με την οποία το ως άνω Δικαστήριο έθεσε, εμμέσως πλην σαφώς, υπό αμφισβήτηση την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δια της ευθείας αμφισβήτησης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έναντι των Εθνικών Δικαστηρίων.
Ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε ότι η απόφαση αυτή δεν θα έπρεπε να αιφνιδιάσει το ΔΕΕ, δοθέντος ότι το ΟΣΔΓ είχε «προειδοποιήσει» για την στάση του ήδη από το 2016, μέσω της απόφασης «Gauweiler». Επιπλέον, υπήρχαν ήδη δείγματα γραφής αμφισβήτησης της κανονιστικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και από άλλα Ανώτατα Δικαστήρια, όπως εκείνα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ακόμη δε περισσότερο, δείγματα αμφισβήτησης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ είχαν δώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας (υπόθεση «Landtovà») και το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας (υπόθεση («Ajos»).
Τέλος, ο κ. Παυλόπουλος ανέδειξε την ευθύνη του ΔΕΕ για το ότι δέχθηκε -τόσο στην υπόθεση «Gauweiler» όσο και στην υπόθεση «Weiss»- ν’ αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων, που του απηύθυνε το ΟΣΔΓ κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Και τούτο διότι, κατ’ ουσίαν, το ΟΣΔΓ ζήτησε, απλώς, «γνώμη» του ΔΕΕ, επιφυλασσόμενο να κρίνει εκείνο τελικώς την ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοζόμενων διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Άρα, το ΔΕΕ έπρεπε να είχε απορρίψει τα επίμαχα προδικαστικά ερωτήματα ως υποβληθέντα κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, οπότε και η «αιρετική» νομικώς θέση του ΟΣΔΓ θα είχε καταστεί περισσότερο δυσχερής ως προς τον εκ μέρους του σεβασμό του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Καταλήγοντας, ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε ότι τέτοια φαινόμενα συγκρούσεων, ακόμη και σ’ επίπεδο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, φέρνουν στο φως την κρίση που διέρχεται η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, ταυτοχρόνως, την άμεση ανάγκη ειλικρινούς και αποφασιστικής συνεργασίας όλων των συνειδητοποιημένων Ευρωπαίων για την Ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, στην βάση μιας ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Επανέλαβε, επίσης, την πάγια θέση του ότι μια ισχυρή ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, αναγκαία όχι μόνο για τους Λαούς της Ευρώπης αλλά για την Ανθρωπότητα εν γένει, δοθέντος ότι είναι η πιο κατάλληλη να υπερασπισθεί, ιδίως σε κρίσιμους και χαλεπούς καιρούς, τις αρχές του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης -κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης- καθώς και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.