Συνήθως συναντιόμασταν τα απογεύματα στην τάξη με τον αριθμό 10. Είχαμε δύο τάξεις στο ισόγειο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Ντίσελντορφ: το νούμερο 3 και το νούμερο 10. Η δεύτερη ήταν πολύ πιο ευρύχωρη και φωτεινή. Στο πλάι της αίθουσας στήναμε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και μαζευόμασταν γύρω από αυτό. Φτιάχναμε καφέ και περιμέναμε. Συνήθως περιμέναμε πολύ, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν. Κάποια στιγμή ερχόταν ο Κουνέλλης, φορώντας ένα σκούρο μπλε σκούφο και το παλτό του. Καθόταν, ρωτούσε αν υπάρχει καφές και άρχιζε να παίζει με το πακέτο με τα λεπτά τσιγάρα.
Στην τάξη επικρατούσε σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Νόμιζες πως αυτή η σιωπή θα κρατούσε αιώνια. Κάποια στιγμή κάποιος έλεγε κάτι, προτείνοντας συνήθως να δείξει τη δουλειά του. Ο Κουνέλλης κοίταζε με υπομονή, συγκεντρωμένα, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο γύρω του που θα μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή. Αργούσε να μιλήσει. Όταν άρχιζε να κάνει παρατηρήσεις είχες την εντύπωση πως ήσουν διάφανος, πως δεν μπορούσες πια να κρύψεις τίποτα. Είχες την αίσθηση πως σε γνώριζε καλά, τόσο καλά που ούτε εσύ ο ίδιος δεν γνώριζες τον εαυτό σου. Οι παρατηρήσεις του ήταν ευθύβολες, ο τρόπος του όμως δεν ήταν διδακτικός. Κυριαρχούσε περισσότερο η αίσθηση πως κάποιοι καλλιτέχνες βρέθηκαν μαζί και ο Κουνέλλης σαν ο πλέον πεπειραμένος είχε κάτι να τους διηγηθεί.
Και μας μιλούσε, ανάμεσα σε αυτές τις ατέλειωτες σιωπές, μας μιλούσε για τον Μασάτζο, τον Καραβάτζο, τον Πόλοκ, τον Μόντριαν.
Μας μιλούσε για την ανάγκη ύπαρξης ενός κέντρου και την περιφέρεια, για την έννοια του χώρου και τη σημασία της διάταξης των έργων μέσα σε αυτόν. Μας μιλούσε σε μια γλώσσα ποιητική και δύσκολη να την κατανοήσεις στην αρχή. Δεν καταλαβαίναμε πάντα αλλά ήμασταν μέρος μιας περίεργης μυσταγωγίας.
Για πολλούς ερχόταν να προστεθεί και το εμπόδιο της γλώσσας. Ο Κουνέλλης μιλούσε στα ιταλικά κι έτσι οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν απευθείας μαζί του. Ο Έντουαρντ, ο αυστριακός μεταφραστής του τον συνόδευε πάντοτε και μετέφραζε υπομονετικά ώρες ολόκληρες επί πολλές ημέρες.
Ο Κουνέλλης στα δέκα περίπου χρόνια που δίδαξε στο Ντίσελντορφ (1993-2001) θέλησε συνειδητά να βγάλει δυο γενιές καλλιτεχνών. Δεν ερχόταν συχνά. Δυο με τρεις φορές το χρόνο και έμενε πότε δυο εβδομάδες, πότε τρεις, πότε ένα μήνα. Δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες που συναντιόμασταν. Θα μπορούσε να ήταν Σάββατα ή Κυριακές, όλες τις ώρες της ημέρας. Η διδασκαλία του, όπως και ο ίδιος, δεν μπαίνουν σε καλούπια, δεν χωράνε σε μια καθημερινότητα.
Μιλώντας μέσα από παραβολές
Έφυγε σε ηλικία 81 ετών ο Γ. Κουνέλλης, ένας όχι μόνο μεγάλος καλλιτέχνης αλλά και δάσκαλος. Δίδαξε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Αναδημοσιεύουμε μια προσωπική μαρτυρία για μια λιγότερο γνωστή πλευρά του.
Έγινε γρήγορα αγαπητός σαν δάσκαλος και η φήμη του εξαπλώθηκε μέσα στη Σχολή. Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί που ήθελαν να του δείξουν τη δουλειά τους και να τους πάρει στην τάξη του. Όμως δεν γινόταν. Οι κανόνες της Σχολής, τους οποίους ούτε καλογνώριζε ούτε και τον πολυαπασχολούσαν, δεν επέτρεπαν παρά ένα συγκεκριμένο αριθμό φοιτητών σε κάθε τάξη. Ο Κουνέλλης παρ' όλα αυτά όμως έβλεπε πάντα προσεκτικά τα έργα των επισκεπτών του, με αυτή την απίστευτη γενναιοδωρία της υπομονής και της προσήλωσης.
Οι συναντήσεις μας δεν γίνονταν μόνο στο Ντίσελντορφ. Μας έλεγε πως ήταν σημαντικό να εργαζόμαστε κάθε μέρα και να δείχνουμε τη δουλειά μας προς τα έξω. Έτσι μέσα από πρωτοβουλίες, κυρίως των μαθητών, κάναμε διάφορες εκθέσεις, όπως για παράδειγμα στη Χάγη, στη Θεσσαλονίκη, στην Κολωνία, στο Βελιγράδι, στο Μιλάνο και αλλού. Ο Κουνέλλης μας συνόδευε πάντα. Ήταν εκεί σαν ένας σοφός συνοδοιπόρος.
Συνήθιζε να μας μιλάει μέσα από παραβολές για το έργο του καλλιτέχνη και τη στάση του απέναντι στην τέχνη. Ιστορίες γεμάτες ποίηση, όπως το τριαντάφυλλο που ζωγράφιζε κάθε μέρα ο αυστηρός κύριος Μόντριαν.
Η πιο σημαντική όμως προσφορά του απέναντι στους μαθητές του ήταν η απλόχερη αποδοχή του. Μας αποδεχόταν όπως ήμασταν, σεβόμενος τα μέσα που χρησιμοποιούσαμε. Συνυπήρχαν με έναν τρόπο αυτονόητο η ζωγραφική, η γλυπτική, τα βίντεο, οι εγκαταστάσεις. Τα πάντα και οι πάντες είχαν μια θέση στην απαλλαγμένη από συμπλέγματα και δογματισμούς αυτή τάξη. Συνυπήρχαν άνθρωποι από τη μακρινή Νότια Κορέα, την εμπόλεμη τότε Γιουγκοσλαβία αλλά και από χώρες όπως η Ελβετία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Ελλάδα και φυσικά η Γερμανία.
Σεβασμός στη διαφορετικότητα
Η διαφορετικότητα ήταν απολύτως σεβαστή. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι του άρεσε ό,τι έβλεπε. Η κριτική του Κουνέλλη δεν σε προσέβαλε, σε προέτρεπε όμως να σκεφτείς. Η βάση των παρατηρήσεών του μπορεί και να μην είχε άμεση πρακτική εφαρμογή. Κάποτε τον ρώτησα, αν για παράδειγμα σ' ένα ζωγράφο δεν θα έπρεπε να του διδάσκει τα σχετικά γύρω από τη φωτοσκίαση. Μου απάντησε ότι όποιος χρειάζεται τις σκιές θα ψάξει να τις βρει.
Ίσως να πίστευε πως αυτή η ματιά η 'κάθετη' για την οποία μιλούσε και την οποία διέθετε και ο ίδιος, ίσως αυτό θα ήταν πιο δύσκολο να βρούμε και όχι η διδασκαλία της τεχνικής αρτιότητας.
Βαθιά πολιτικά και κοινωνικά σκεπτόμενος μας προσέφερε ένα καταφύγιο εντιμότητας, ποίησης και αληθινής ενασχόλησης με την τέχνη. Πράγματα που μετά τα χρόνια της Ακαδημίας δεν θα συναντούσαμε πια εύκολα.
Η καταγραφή αυτή δεν αποτελεί παρά μια προσωπική μαρτυρία και το συγκερασμό συμπερασμάτων μετά από πολλές προσωπικές συζητήσεις με ανθρώπους που είχαν την ίδια τύχη να μοιραστούν την ίδια εμπειρία. Όλοι μα όλοι θέλησαν να μιλήσουν πρόθυμα για τον Γιάννη Κουνέλλη σαν δάσκαλο.
Το κείμενο λοιπόν αυτό δεν είχε στόχο να θεωρητικοποιήσει τις βασικές αρχές διδασκαλίας του Γιάννη Κουνέλλη, αλλά να του εκφράσει τη βαθιά ευγνωμοσύνη για αυτό το παράθυρο που μας άνοιξε στον κόσμο. Ευχαριστούμε.
Deutsche Welle / Μαρία Ρηγούτσου*
*Η Μαρία Ρηγούτσου υπήρξε μαθήτρια του Γιάννη Κουνέλλη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ.