Δώρα Ζέμπερη: Όσο πλησιάζουν οι Αρχες στον δολοφόνο της άτυχης 32χρονης εφοριακού τόσα περισσότερα στοιχεία θα έρχονται στη δημοσιότητα και θα συγκλονίζουν. Η έρευνα της εκπομπής «Φως στο τούνελ» έφερε στο φως σημαντικές αποκαλύψεις για το πώς κόπηκε άδικα το νήμα της ζωής της Δώρας Ζέμπερη στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Στην εκπομπή «» οι πληροφορίες έρχονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς, όπως το τηλεφώνημα που προήλθε από κλεμμένο κινητό και αμέσως κινητοποίησε την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, δόθηκε μια πληροφορία για το από άτομο που υποστήριζε ότι τον γνώριζε. Προφανώς η ενημέρωση και η αντίδραση της αστυνομίας ήταν άμεση, εξετάζοντας την πληροφορία.
Από τα πλέον σημαντικά στοιχεία που διαθέτουν οι αυτή την στιγμή φαίνεται να είναι το στίγμα του τηλεφώνου του θύματος και η σημαντική μαρτυρία του ζευγαριού. Όσον αναφορά το τηλέφωνο της Δώρας Ζέμπερη, το τελευταίο στίγμα του εξέπεμψε από την περιοχή της Ομόνοιας. Κάτι που αποδεικνύει πως ο ο δράστης απενεργοποίησε το κινητό της άτυχης κοπέλας δέκα λεπτά μετά τη δολοφονία.
Η μαρτυρία που έφτασε στην εκπομπή από «ευαίσθητο χώρο», θα αξιοποιηθεί κατάλληλα από τις Αρχές. Σύμφωνα με αυτή, το απόγευμα της μοιραίας ημέρας, πριν γίνει γνωστή η δολοφονία, άγνωστος άνδρας επικοινώνησε με εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ζητώντας να μάθει πώς μπορεί να εντοπιστεί το στίγμα του κινητού του τηλεφώνου.
Τα ευρήματα του ιατροδικαστή Σωτήρη Μπουζιάνη, που διενήργησε τη νεκροτομή στη σορό της άτυχης κοπέλας, ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Οι μαχαιριές από σουγιά που δέχτηκε η Δώρα Ζέμπερη, τόσο πισώπλατα, όσο και στο θώρακα, δεν ήταν όλες βαθιές. Οκτώ με δέκα από τις δεκατέσσερις είχαν τρυπήσει τον πνεύμονα και την καρδιά.
Το ακανόνιστο «Γ» που είχε στο δεξί της μάγουλο ήταν τυχαίο και δεν ερμηνεύεται σαν κάποιου είδους «υπογραφή» του δράστη. Δεν εντοπίστηκαν ιδιαίτερα ίχνη πάλης, μόνο στο κάτω βλέφαρο του θύματος χτύπημα από γροθιά. Απόπειρα βιασμού δεν υπήρξε, αφού το τζιν παντελόνι της κοπέλας ήταν κουμπωμένο και φορούσε τη μπλούζα της.
Ίχνος του δράστη ή τρίχα του δεν βρέθηκε πάνω στη σορό, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο το έργο των διωκτικών Αρχών. Το DNA που εντοπίστηκε στα νύχια του θύματος εξετάζεται στα εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, φαίνεται ότι η κοπέλα προσπάθησε να ξεφύγει ενώ δεχόταν τις μοιραίες μαχαιριές και πισώπλατα. Ο δολοφόνος είχε μένος και αυτό του έδωσε δύναμη στα χτυπήματα. Το ύψος του υπολογίζεται γύρω στο 1.75.
Κατά την διάρκεια της εκπομπής, η δημοσιογράφος, στο χώρο του νεκροταφείου, ακολούθησε την αιματοβαμμένη διαδρομή της. Η άτυχη κοπέλα σε μια ύστατη προσπάθεια έπεσε πάνω στην μαρμάρινη πλάκα ενός μνήματος που βάφτηκε κόκκινη. Την ώρα που ξεψυχούσε, ο δράστης είχε ήδη διαφύγει, πηδώντας πιθανότατα τη μάντρα του νεκροταφείου.
Η έρευνα αποκάλυψε πως σε κοντινό μνήμα βρισκόταν εκείνη την ώρα ένα ζευγάρι. Η γυναίκα εκμυστηρεύτηκε σοκαρισμένη σε μάρτυρα που μίλησε στην Αγγελική Νικολούλη πως «τα είδε όλα». Το ζευγάρι που συνήθιζε να επισκέπτεται το νεκροταφείο κάθε ημέρα, δεν εμφανίστηκε ξανά μετά το φονικό.
Την ώρα της στυγερής δολοφονίας δεν υπήρχαν στο χώρο υπάλληλοι του τομέα καθαριότητας, καθώς τελειώνουν την εργασία τους στις 2:00 το μεσημέρι και αυτό ο δράστης πρέπει να το γνώριζε.
Σύμφωνα με εργαζόμενο στο νεκροταφείο, ο πρώτος μάρτυρας που είδε τη Δώρα πεσμένη και αιμόφυρτη βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. «Αν το θύμα φώναζε αμέσως βοήθεια ίσως να ακουγόταν. Όμως, ούρλιαζε και αυτό είναι το οξύμωρο. Στο χώρο του κοιμητηρίου πολλοί άνθρωποι εκφράζουν το θρήνο τους με αυτόν τον τρόπο και όλοι νομίζουν ότι κάποιος ξεσπά για κάποιον αγαπημένο που έχασε. Δυστυχώς όλα δείχνουν πως η κοπέλα καθυστέρησε να ζητήσει βοήθεια και έδωσε χρόνο στο δράστη να φύγει», είπε χαρακτηριστικά.
Οι εργαζόμενοι στο χώρο του κοιμητηρίου δείχνουν πλέον αποφασισμένοι, όσο και αναστατωμένοι, για να κλείσει η υπόθεση που έχει βυθίσει στον θρήνο συγγενείς και φίλους της άτυχης Δώρας Ζέμπερη. Οι μαρτυρίες τους καταγράφονται ως σημαντικές, ενώ σημειώνουν τους κινδύνους που παραμονεύουν στον τόπο του εγκλήματος.
«Την ώρα του φόνου, ο φύλακας ενημερώθηκε πως χτύπησε μια κοπέλα και χωρίς να ξέρει τι έχει συμβεί, έτρεξε γρήγορα εκεί που βρισκόταν το θύμα, δίχως να κλείσει την κεντρική είσοδο», ανέφερε ένας από τους επόπτες. Με το που ακούστηκε η είδηση του θανάτου, επικράτησε αναστάτωση. Την ώρα που οι περισσότεροι έτρεχαν πάνω – κάτω, ένας που έμεινε πίσω στο φυλάκιο της κεντρικής εισόδου, παρατήρησε δέκα λεπτά μετά το συμβάν, έναν άντρα που δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε, να βγαίνει από το νεκροταφείο. Είχε ύψος περίπου 1.75, ήταν γεροδεμένος, ηλικίας 40 με 45 χρόνων με καστανά μαλλιά. Ήταν λίγο αξύριστος και φορούσε παλιά ρούχα δουλειάς, αλλά όχι λερωμένα. Τζιν παντελόνι, πορτοκαλί μπλουζάκι, μπεζ γιλέκο και σκούρα μπλε πάνινα παπούτσια. Ο άνδρας αυτός φεύγοντας, ψέλλισε κάτι στα ελληνικά, που δεν κατάλαβε ο μάρτυρας.
«Ο δράστης πρέπει να διέφυγε από τη μάντρα της πίσω πλευράς, εκτός κι αν ήταν τόσο ψύχραιμος που βγήκε περπατώντας σαν να μην έτρεχε τίποτε», ανέφερε φύλακας του κοιμητηρίου στην Αγγελική Νικολούλη. Ο ίδιος δεν είδε κάποιον ή κάτι που να του κίνησε την περιέργεια. Όπως είπε, τη νύχτα μετά το συμβάν, αστυνομικοί παρέμειναν στο νεκροταφείο και συνέχιζαν τις έρευνες.
Οι εργαζόμενοι ανέφεραν επίσης και τα προβλήματα ασφαλείας και φύλαξης του χώρου. Όπως υπογράμμισε ένας άλλος εργαζόμενος:«Δεν θα έπρεπε η κεντρική πύλη να έχει μια κάμερα ασφαλείας; Το έχουμε ζητήσει χιλιάδες φορές…» .