Συντετριμμένη εμφανίστηκε για τις πράξεις της η 44χρονη γιατρός του Λαϊκού Νοσοκομείου, η οποία απολογήθηκε μετά τη σύλληψή της για τη δράση της στο κύκλωμα των αντικαρκινικών φαρμάκων.
Όπως υποστηρίζει, για να εκτελεστεί η εκάστοτε συνταγή από τα κατά τόπους Φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ήταν αναγκαίο να προσκομιστούν: α) βιβλιάριο του ασθενούς γραμμένο και σφραγισμένο από τον ογκολόγο ιατρό β) η ηλεκτρονική συνταγή γ) γνωμάτευση του ιατρού θεωρημένη από το γραφείο κίνησης του Νοσοκομείου και δ) η βιοψία του.
Διαβάστε ακόμα: Κύκλωμα αντικαρκινικών φαρμάκων: Τι υποστηρίζει η παθολόγος που συνελήφθη (ΒΙΝΤΕΟ)
"Χωρίς την προσκόμιση όλων των ανωτέρω δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστεί η συνταγή. Επιπροσθέτως, οι συνταγές αυτές για να εκτελεστούν έπρεπε να τις προσκομίσει στο Φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ, είτε ο ίδιος ο ασθενής ή άλλο πρόσωπο με εξουσιοδότηση του θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής του, όπως ορίζει ο κανονισμός λειτουργίας του οργανισμού".
Πώς εκτελούνταν λοιπόν οι συνταγές; Πώς κατάφερναν και εξασφάλιζαν τα φάρμακα τα μέλη του κυκλώματος;
Η περιπέτεια
Όπως λέει η 44χρονη, τον Ιούνιο του 2017 ένα πρόσωπο εμφανίστηκε στο ιατρείο και της ζήτησε να να του γράφει συνταγές διαφόρων φαρμάκων με αντίτιμο χρήματα αλλά εκείνη αρνήθηκε.
"Τις επόμενες ημέρες όμως, ο άνθρωπος αυτός, παρουσιάζονταν έξαφνα μπροστά μου, συνήθως σε δημόσιους χώρους, είτε έξω από το ιατρείο μου ή το Ιατρείο του Λαϊκού Νοσοκομείου και προσπαθούσε να με δωροδοκήσει να συνεργαστώ στο σχέδιό του. Την 3η ή 4η φορά, αρνούμενη να συνεργαστώ, του ανέφερα ότι, αν συνέχιζε θα προέβαινα, σε καταγγελία στην αστυνομία.Τότε μου έπιασε το χέρι μου και με ανάγκασε να αγγίξω την ζώνη του, όπου ένιωσα ένα όπλο, λέγοντας μου τα εξής: «Θα συνεργαστείς θες δε θες. Γιατί αλλιώς θα βλάψουμε και εσένα και τον άντρα σου. Σας παρακολουθούμε και τους δύο από καιρό. Αν πεις τίποτα στην αστυνομία έχετε πεθάνει και οι δύο. Από αύριο περιμένω συνταγές, σε φάκελο κάτω από το ιατρείο σου , αλλιώς τέλειωσες. Και μην κάνεις καμία βλακεία. Έχουμε μάτια παντού». Ήταν ένα ψηλός, αδύνατος μελαμψός άνδρας με μουστάκι, 40-45 ετών, ο οποίος φαίνονταν ότι δεν ήταν Έλληνας, πλην όμως μιλούσε άπταιστα ελληνικά, όπως αναφέρει. "Τρομοκρατήθηκα. Κυρίως φοβήθηκα να μην συμβεί κάτι στο σύζυγό μου. Έτσι, υπό την απειλή αυτή, έκανα την ανοησία να συντάξω κάποιες συνταγές στο ΑΜΚΑ ασθενών και να τις αφήσω σε κλειστό φάκελο στην είσοδο του ιδιωτικού μου ιατρείου, όπως μου είχε ζητήσει να κάνω. Αυτή ήταν και η απαρχή ενός εφιάλτη για εμένα, τον οποίο έζησα για ένα περίπου χρόνο και μέχρι την σύλληψή μου από την Οικονομική Αστυνομία".
Σύμφωνα με την κατηγορουμένη, "από τις επόμενες ημέρες και μετά, μέχρι και τις αρχές Μαΐου 2018, το πρόσωπο αυτό, ασκώντας πάνω μου τρομερή ψυχολογική βία, με εξανάγκαζε να του παραδίδω συνταγές διαφόρων φαρμάκων, κυρίως αντικαρκινικών δηλ. «NEXAVAR», «SUTENT», «AFINITOR» κλπ. εκβιάζοντάς με, με τα εξής λόγια: «Τώρα έμπλεξες. Δεν μπορείς να σταματήσεις. Αν πας στην αστυνομία η σε κανένα δικηγόρο, πέθανες και εσύ και άντρας σου.» Φρόντιζε δε το άτομο αυτό, να εμφανίζεται αναπάντεχα σε μέρη και σε στιγμές που δε το περίμενε, ώστε να της δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν μπορούσε να διαφύγει της επιτήρησής του, κατατρομοκρατώντας την.
Παρολίγον ατύχημα;
Η γιατρός, περιγράφει μάλιστα και ένα ατύχημα που είχε όταν κινούνταν με τον σύζυγο της με την μοτοσυκλέτα τους, σε παραλιακή λεωφόρο, όταν ένα αυτοκίνητο τους έκλεισε το δρόμο.
"Μετά από λίγες ημέρες και αφού, είχαμε γυρίσει στην Αθήνα, ο ανωτέρω με συνάντησε κάτω από το ιατρείο μου, και δείχνοντάς μου τον σύζυγό μου σε φωτογραφία που είχε λάβει στο κινητό του τηλέφωνο, μου είπε: «Είδες τι παθαίνει όποιος δεν συνεργάζεται; Φρόντισε την επόμενη φορά να μην έχετε χειρότερη κατάληξη».
Μετά από αυτό το περιστατικό, όπως υποστηρίζει, μετατρέποντάς την σε άβουλο πλάσμα, "μου απέσπασε ένα σύνολο συνταγών αντικαρκινικών φαρμάκων, των οποίων τον ακριβή αριθμό δεν θυμάμαι. Τις συνταγές αυτές, αφού τις εξέδιδα, τις άφηνα σε κλειστούς φακέλους στην είσοδο της πολυκατοικίας του γραφείου μου και δεν γνωρίζω ποιος τις παραλάμβανε μετά, παρ’ όλο που κάποιες στιγμές, προσπάθησα να διαπιστώσω ποιος το έκανε, χωρίς να τα καταφέρω".
Μάλιστα για να ξεφύγει από τον εφιάλτη και για μπορέσει να προκαλέσει ελέγχους, εσκεμμένα στις συνταγές που συνέτασσε ανέγραφε κωδικούς ασθενειών αν-αντίστοιχους προς τις θεραπείες που συνταγογραφούνταν στους ασθενείς "με την ελπίδα οι συνταγές αυτές να γίνουν αντιληπτές από τον ελεγκτικό μηχανισμό του αρμόδιου φορέα, με σκοπό τον μεν να μην εκτελεστούν το δε να προκαλέσω εκτεταμένη έρευνα σε όλα τα Νοσοκομειακά ιδρύματα της χώρας".
Γιατί δεν προχώρησε σε καταγγελία
Στο ερώτημα γιατί δεν έκανε καταγγελία στην αστυνομία, όπως υποστηρίζει, προσπάθησε, αλλά οι αστυνομικοί την αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό γιατί δεν είχε στα χέρια της καμία απόδειξη για όσα έλεγε και έτσι δεν προχώρησε σε μήνυση, όταν επισκέφθηκε το αστυνομικό τμήμα.
Οι απειλές ωστόσο συνεχίστηκαν, όταν ο άνδρας που την εκβίζε, από τον Νοέμβριο του 2017 της έλεγε ότι έχει VIP πελάτες που έχουν ανάγκη τα φάρμακα. Της έλεγε νασταματήσει το NEXAVAR και να γράφει άλλα φάρμακα. "Έτσι του παρέδωσα έναν σημαντικό αριθμό συνταγών, χωρίς όμως ποτέ να υπογράψω ή θεωρήσω κανένα βιβλιάριο ασθενούς". Οπως όμως τονίζει, δεν πήρε ποτέ χρήματα και πως η ζωή της είχε γίνει κόλαση. " Δεν γνωρίζω με ποιο σκεπτικό, τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από όλο αυτό, με διάλεξαν και άρχισαν να με εκβιάζουν. Πιθανολογώ ότι αυτό οφείλεται στο ότι είχα πρόσβαση στους ασθενείς όλων των καθηγητών, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν στο πρόσωπό μου αλλά και ίσως γιατί ήμουν η μοναδική γυναίκα στο Ιατρείο και με θεώρησαν, ως πιο ευάλωτη".
Γιατί κρύφτηκε
"Το βράδυ όμως της 8/5/2018 και ενώ είχα βγει για λίγο από την κατοικία μας στην οδό Αλκιμάχου, ενώ διέσχιζα το αλσύλλιο πίσω από τον χώρο της Πινακοθήκης Αθηνών, γυρίζοντας στο σπίτι από όπου είχα βγει για να αγοράσω τσιγάρα, αισθάνθηκα κάτι να με αγγίζει στην πλάτη. Γύρισα και είδα το πρόσωπο που με εκβίαζε μέχρι τότε, να με απειλεί με ένα πιστόλι το οποίο κρατούσε και το οποίο είχε εμφανώς στραμμένο προς το πρόσωπό μου. Μου είπε δε τα εξής: « Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό στον οποιοδήποτε, σε 24 ώρες θα έχετε πεθάνει και οι δύο. Μην νομίζεις ότι τελείωσες μαζί μας».
Τότε μίλησε στον σύζυγό της και πήραν από κοινού την απόφαση να φύγουν από το σπίτι γιατί ένιωθαν ότι κινδυνεύουν άμεσα. Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκε να βάλει τέρμα στη ζωή της, γιατί θεώρησε ότι είχε καταστραφεί και η ίδια και είχε προκαλέσει μεγάλο κακό και στον σύζυγό της. Εκανε όπως λέει, και απόπειρα αυτοκτονίας με ένα ιατρικό νυστέρι με τον σύζυγό της να την προλαβαίνει την τελευταία στιγμή. Τότε, αποφάσισαν να μπούνε σε ένα πλοίο και να φύγουν για την Κρήτη. Δεν ειδοποίησε όμως την μητέρα της, με αποτέλεσμα εκείνη να στις 10 Μαίου να προβεί σε δήλωση εξαφάνισης της στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου.
Από την Κρήτη όπου βρίσκονταν και αφού ήρθαν σε επαφή με δικηγόρο, αποφάσισαν να εμφανιστούν, όμως το ένταλμα σε βάρος της είχε ήδη εκδοθεί.
Η 44χρονη ζητεί μέσω του υπομνήματος της από την ανακρίτρια, το άνοιγμα όλων των τραπεζικών της λογαριασμών αλλά και του κινητού της τηλεφώνου για να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί της ότι δεν έπαιρνε χρήματα για την συνταγογράφήση, αλλά και ότι δεν είχε καμία σχέση με τους συγκατηγορουμένους της.