Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ., στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Άσσια της Κύπρου από οικογένεια βοσκών. Παρά τη μόρφωση που έλαβε, ο Άγιος Σπυρίδων παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο ίδιος βοσκός.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, το ίδιο απλός ήταν και στη ζωή του. Σε μια προσπάθεια να φέρει πιο κοντά στον Χριστό τούς βοσκούς της περιοχής του, κάθε Κυριακή τούς συνόδευε στους ναούς και στη συνέχεια τους εξηγούσε το Ευαγγέλιο.
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, αφιερώθηκε ακόμη περισσότερο στη διδαχή του Ευαγγελίου. Αν και είχε κάποιες επιφυλάξεις για το αν ήταν άξιος να φορέσει το ράσο, τελικά χειροτονήθηκε ιερέας και διακρίθηκε για την προσφορά του στους νέους και τη σεμνότητά του. Ήταν, δε, τέτοια η αγάπη που του είχαν οι πιστοί, που, όταν χήρεψε η Επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο, διά βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.
Από τη θέση του επισκόπου, ο Άγιος Σπυρίδων στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία), κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Το 648 μ.Χ. η Κύπρος αντιμετώπιζε μεγάλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς και το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος, λίγες ημέρες πριν από την πτώση, πήρε τα δύο λείψανα και, μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας, τα μετέφερε στην Παραμυθιά της Ηπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου να φτάσει στην Κέρκυρα.
Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με άχυρα και όποιος τον ρωτούσε έλεγε πως ήταν τροφή για το υποζύγιό του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε έναν συμπολίτη του πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, και του κληροδότησε το λείψανο του αγίου.
Μετά τον θάνατό του, ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης άφησε κληρονομιά στους γιους του, Λουκά και Φίλιππο, το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στη Βενετία. Η υπόθεση, μάλιστα, εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία.
Το ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελούσε ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούσαν το αναφαίρετο δικαίωμα να το μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούσαν. Τελικά, η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε, διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον κερκυραϊκό λαό. Το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς που βρίσκονταν κάτω από τη βενετική σημαία.
Το 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στην Άρτα δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρης του Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και με τη σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. και ορίζει πως το ιερό λείψανο του αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους γιους της και στους απογόνους τους.
Ο ναός που στεγάζει σήμερα το σκήνωμα του αγίου χτίστηκε το 1589 και ανήκει στον ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής. Η σημερινή λάρνακα φτιάχτηκε στη Βιέννη το 1867. Είναι από σκληρό, πολυτελές ξύλο με εξωτερική ασημένια επένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στην κρύπτη που δημιουργήθηκε ειδικά για να δεχθεί το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος, το οποίο επισκέπτονται χιλιάδες ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Διονυσίου.
Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές τον χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων, για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο, γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για τη διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.
Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος
Το φίδι που έγινε χρυσάφι: Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια χτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνος. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σε έναν πλούσιο που απειλούσε να πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει, όμως, ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Μπροστά από τον άγιο εκείνη την ώρα περνούσε ένα φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη. Ας γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», προσευχήθηκε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε και ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στο χέρι του το ερπετό μεταμορφώθηκε και άστραψε χρυσαφένιο. O πτωχός, γεμάτος χαρά, πήρε το χρυσάφι και έτρεξε και το έδωσε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής τού επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Και ο πτωχός το πήρε και το επέστρεψε στον άγιο. Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι και έφυγε.
Η νηστεία και ο οδοιπόρος: Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδιά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος χτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει.
Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στην αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πως σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενό τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτά μου, συγχώρεσέ με. Νηστεύω. Είμαι Χριστιανός». «Ναι, παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ Χριστιανός. Μα, μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να, εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς».
Η σωτηρία από τον λιμό: Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία χτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα στην Κέρκυρα. Ο λαός υπέφερε. Στην εκκλησία όπου φυλασσόταν το λείψανο του αγίου γινόταν αγρυπνία και παράκληση του αγίου.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι έπλεαν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες είδαν ξαφνικά και των τριών πλοίων τις πλώρες να στρέφονται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση και τα βοήθησε. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχώρησε μπροστά. Και μια φωνή δυνατή ακούστηκε και επαναλήφθηκε πολλές φορές: «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα».
Σε λίγο, τα καράβια έφτασαν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Έριξαν τις άγκυρες και κάλεσαν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε και είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρει το σιτάρι για να φτιάξει το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακιά με τον ξανθό θησαυρό σύρθηκαν στην ακρογιαλιά και διαμοιράστηκαν. Οι καρδιές πανηγύριζαν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβλήθηκαν με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη και ακοίμητο φρουρό άγιο.
Η ενετική κυβέρνηση με θέσπισμά της όρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.
Η σωτηρία από τους Τούρκους: Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο, κατά διαταγή του σουλτάνου, προχώρησε για να καταλάβει και τα Επτάνησα και βεβαίως την Κέρκυρα. Το πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά πολιόρκησε την πόλη και από την ξηρά και από τη θάλασσα.
Επί πενήντα μέρες οι υπερασπιστές, Έλληνες και Βενετσιάνοι, αγωνίζονταν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου, μαζί με τους γέρους και όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα, προσεύχονταν. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να χτυπήσουν.
Η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε με τα θύματα και από τις δύο μεριές αν είναι πολλά. Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίστηκαν θερμές και αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρήθηκε την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με μαύρα, πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμαζόταν να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία, άρχισε να πέφτει.
Μοναδική περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα πέρασε ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από πού θα επιτίθεντο οι εχθροί, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σε αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού.
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε και αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον Άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμά της, πάλι, η ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11η Αυγούστου ως ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού σκηνώματός του.
Οι Λατίνοι: Ο αρχιναύαρχος του ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σε αυτό το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το λατινικό δόγμα.
Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα χτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων και εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η Θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από έναν Λατίνο θεολόγο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στον ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή Αγία Τράπεζα φράγκικη, και να τελείται μέσα στον Ορθόδοξο ναό του αγίου η Θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα.
Μετά τη γνωμοδότηση που πήρε από τον σύμβουλό του, ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης κάλεσε τους ιερείς του ναού, τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιον τρόπο από αυτούς τη συγκατάθεσή τους. Εκείνοι, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκαν και υπέδειξαν πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και για αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε και αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του, χωρίς την άδειά τους.
Οι ιερείς, λόγω της επιμονής του, κατέφυγαν στον άγιο και ζήτησαν με θερμή προσευχή τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής, με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Ο άγιος παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα του Ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφασή του, διαφορετικά θα το μετάνιωνε πολύ πικρά.
Τρομαγμένος ο διοικητής, κάλεσε τον σύμβουλό του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές και υπέδειξε πως δεν έπρεπε αυτός, ένας μορφωμένος άρχοντας, να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα, 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ., ακολουθούμενος από τη συνοδεία του, πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου, για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά, όμως, πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος όπου θα χτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί, στον ναό, για ακόμα μία φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο να τον αποτρέψουν από το να εκτελέσει το σχέδιό του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τούς απείλησε πως, αν του ξαναμιλούσαν για αυτό το θέμα, θα τους έστελνε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 Νοεμβρίου, οι άνθρωποί του να έρχονταν να αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους, μπροστά στην ανοικτή λάρνακα που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Κοντά στα μεσάνυκτα, κατά τον χρονικογράφο Αθανάσιο τον Πάριο, στο βιβλίο του «Ουρανού Κρίσις», βροντές και κεραυνοί συντάρασσαν την πόλη. Ο σκοπός που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου, κοντά στην πυριτιδαποθήκη, είδε κάποιον μοναχό να προχωρεί με έναν δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιος είσαι; Πού πας;». Μια φωνή του απάντησε: «Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρεις φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας, ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα, μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα, με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή.
Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλός του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο, μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου κατέπεσε, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του.
Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος όπου βρέθηκε πεσμένο. Και στη Βενετία την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο και έκαψε το πορτρέτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.
Την άλλη ημέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που είχαν σκεφτεί να εκτελέσουν.