Η Mονή Τοπλού είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια στην Ανατολική Κρήτη. Βρίσκεται 10 χλμ. ανατολικά της Σητείας και 6 χλμ. βόρεια του Παλαιoκάστρου της επαρχίας Σητείας. Το μοναστήρι από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα διατηρεί μια σημαντική περιουσία, και μάλιστα τελευταία πρωταγωνιστεί στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων.
Η αρχική ονομασία της μονής ήταν Παναγία η Ακρωτηριανή, όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα και σφραγίδες του 15ου ή του 16ου αιώνα. Με την ονομασία «Τοπλού» αναφέρεται πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο του 1673.
Για την προέλευση του ονόματος της Μονής Τοπλού έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές, με πιο επικρατέστερη την άποψη ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη τοπ (κανόνι), εξαιτίας ενός μικρού κανονιού που υπήρχε εκεί από την περίοδο της Ενετοκρατίας και το οποίο όχι μόνο προφύλασσε τη μονή από τους πειρατές, αλλά και ειδοποιούσε τα γύρω χωριά εάν διέτρεχαν κίνδυνο.
Πιο κοντά στην αλήθεια φαίνεται να είναι η εκδοχή σύμφωνα με την οποία η ονομασία προέρχεται από τη συγκοπή της λέξης πλού(σιο), καθώς το μοναστήρι διέθετε και διαθέτει έως και σήμερα τεράστια ακίνητη περιουσία (κτήματα, αμπελώνες, ελαιώνες). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμη οι ντόπιοι, όταν αναφέρονται στη μονή, την προσφωνούν με το όνομα «το μεγάλο μοναστήρι».
Το βέβαιο είναι πως ο περιηγητής Buondelmonti, που το 1415 περιόδευσε την Κρήτη, δεν την αναφέρει και, σε χάρτη της Κρήτης που παραθέτει, στη θέση της σημερινής μονής τοποθετεί μικρό ναό στο όνομα του Αγίου Ισιδώρου. Εκκλησάκι με αυτό το όνομα, όμως, τοποθετείται στην περιοχή του Κάβο Σίδερο (από το Κάβο Ισίδωρος), αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη μονή.
Πολλοί θεωρούν πως το ναΰδριο που υπάρχει σήμερα στη μονή και τιμάται στο γενέθλιο της Θεοτόκου ήταν ο πρώτος πυρήνας γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε το μοναστήρι. Οι τοιχογραφίες που πρόσφατα αποκαλύφθηκαν κάτω από τον ασβέστη από τους τεχνίτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μάς οδηγούν στον 14ο αιώνα και αποτελούν τα παλαιότερα χρονολογημένα τμήματα των οικοδομημάτων της μονής.
Ωστόσο, το πότε το μονύδριο οργανώθηκε σε φρουριακή μονή δεν είναι γνωστό, καθώς δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Όλα δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή έγινε προς το τέλος του 16ου αιώνα.
Πολύ σύντομα η νέα μονή απόκτησε μεγάλη περιουσία, κυρίως με τις δωρεές πλούσιων Σητειακών. Τα κτήματά της έφθαναν από τον Κάβο Σίδερο μέχρι τα Πηλαλήματα. Από τη Μονή Τοπλού φαίνεται πως ιδρύθηκαν εκκλησίες σε όλη την Κρήτη, όπως η Παναγία η Ταυραδιανή ή Ακρωτηριανή στην Κριτσά του Μεραμπέλλου. Άμεση σχέση με τη μονή είχε το γνωστό Μοναστήρι Παπλινού στην Ιεράπετρα, ενώ και οι γνωστές σητειακές μονές Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Φανερωμένης στον Τράχηλα και Καψά οπωσδήποτε μετά την παρακμή τους ήταν κάτω από την επίβλεψή της.
Το 1530 η Τοπλού λεηλατήθηκε από τους ιππότες της Μάλτας.
Το 1612 υπέστη καταστροφή από σεισμό και το 1613 η Ενετική Γερουσία έστειλε για ανακαίνισή της 200 δουκάτα στον ηγούμενό της, Γαβριήλ Παντόγαλο. Αυτά αναφέρονται σε έγγραφο του διοικητή της Σητείας Nicolo Balbi, όπως γράφει ο Σάθας.
Το 1646 έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι όχι μόνο λεηλάτησαν το μοναστήρι, αλλά υποχρέωσαν και τους καλόγερους να διασκορπιστούν. Ο οικουμενικός πατριάρχης Γαβριήλ σε σιγίλιόν του 1704, με το οποίο ανακηρύχθηκε και η μονή σταυροπηγιακή, αναφέρει «η πρότερον περικαλλής (μονή) υποστάσα ερήμωσιν έφθασεν εγγύς αφανισμού και έμεινε καιρόν ικανόν άνευ πατέρων συνασκουμένων».
Ούτε, όμως, το 1745 η Μονή είχε αναλάβει, όπως φαίνεται από πανταχούσα του Οικουμενικού Πατριάρχη Παϊσίου, με την οποία ζητείται από τους φιλελεήμονες Χριστιανούς να την ενισχύσουν, γιατί «κατήντησε εις εσχάτην δυστυχίαν και στενοχωρίαν και παντελή σχεδόν ακυβερνησία…».
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η μονή υπέστη τα πάνδεινα, γιατί εθεωρείτο ως καταφύγιο των διωκομένων αλλά και ως εστία εθνικών αγώνων, ενώ και ο πλούτος της ήταν αντικείμενο αρπακτικών διαθέσεων των Οθωμανών. Σχετικά με το τελευταίο, η παράδοση διηγείται πως θανατώθηκε ο Γενίτσαρος Μπραήμ Αγάς Κασάπης από την Κάτω Επισκοπή, ο οποίος συχνά λεηλατούσε το μοναστήρι και τον οποίο σκότωσε επίσης Τούρκος, που λέγεται πως τον έβαλαν οι καλόγεροι.
Επίσης, λέγεται πως το πτώμα του νεκρού γενίτσαρου έπεσε από το ζώο στο οποίο ήταν φορτωμένο, σε μικρή απόσταση από τη μονή, σε τοποθεσία που και σήμερα ακόμα λέγεται το «ρυάκι του αναθέματου». Το χρονικό αυτό υπάρχει σε ένα πατριαρχικό βιβλίο που ίσως έγραψε ο ηγούμενος Ζαχαρίας Κορνάρος και το γεγονός μάλλον έγινε επί της ηγουμενίας του, γύρω στο 1811. Να σημειωθεί ότι ο Γενίτσαρος Κασάπης είχε σκοτώσει και τον ηγούμενο της Τοπλού Ιερεμία, τον οποίον διαδέχτηκε ο Ζαχαρίας Κορνάρος.
Μετά τον ξεσηκωμό του 1821 στην κυρίως Ελλάδα και τις αυστηρές εντολές του Σουλτάνου Μαχμούτ στους τοπάρχες της Κρήτης, ο τοπάρχης της Σητείας Ιμπραήμ Αφαντακάκης άρχισε σφαγή στην επαρχία (Χοχλακιές, Τουρτούλοι, Ζήρος, Αχλάδια) από τις οποίες δεν γλύτωσαν ούτε οι μοναχοί της Τοπλού. Κατά την παράδοση, εκτός από τη λεηλασία που υπέστη η μονή, εσφάγησαν 12 μοναχοί μπροστά στην εξωτερική είσοδο, γνωστή ως Πόρτα της Λότζας.
Το 1828 ήρθε η σειρά των Τούρκων να οχυρωθούν στο μοναστήρι, όπου πολιορκήθηκαν από επαναστατικό σώμα με οπλαρχηγούς τους Σητειακούς Ιωάννη Κοντό, Ιωάννη Μακρή και Ιωσήφ Δερμιτζάκη. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, η μονή όμως υπέστη νέα αντίποινα.
Στο διάστημα από 1828 έως την επανάσταση του1866, η μεγάλη φήμη της Τοπλού συνέτεινε στο να αποκτήσει πάλι την οικονομική της ευρωστία. Έπειτα, όμως, από το ξέσπασμα της Επανάστασης, οι Τούρκοι κατευθύνθηκαν στο μοναστήρι για να συλλάβουν τον ηγούμενο Μελέτιο Μιχελιδάκη, που ήταν μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής Σητείας.
Ο Μιχελιδάκης κατόρθωσε να διαφύγει στην Κάσο και άλλοι μοναχοί στη Σύμη. Όμως, μια ομάδα από αυτούς δεν κατόρθωσε να απομακρυνθεί και, ύστερα από προδοσία, συνελήφθη στο μετόχι του Ανάλουκα. Οι μοναχοί αυτοί ήταν οι Νεόφυτος Μικρός, Παρθένιος Σφακιανάκης και Ζαχαρίας Καραβιτάκης.
Δεν υπάρχουν –παρά τις φήμες– στοιχεία, αλλά μόνο ενδείξεις ότι στην Τοπλού λειτουργούσε κρυφό σχολείο στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είναι όμως βέβαιο πως το 1870 ιδρύθηκε εκεί αλληλοδιδακτικό σχολείο.
Δεν ξέρουμε, επίσης, με ακρίβεια πόσους μοναχούς είχε κατά περιόδους η μονή, πλην του 1881, όταν απογράφονται 26 μοναχοί και 54 άτομα υπηρετικό προσωπικό.
Στη γερμανική κατοχή στη μονή υπήρχε ασύρματος και οι Γερμανοί συνέλαβαν και εκτέλεσαν το 1944 τον ηγούμενο Γεννάδιο Συλλιγνάκη από τα Σφακιά στην Αγιά Χανιών, ενώ βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν και άλλοι μοναχοί. Τα οστά του Συλλιγνάκη μεταφέρθηκαν το 1955 στο ηρώο έξω από τη μονή.
Έπειτα από πολλές προσπάθειες αναστήλωσης και ανακαίνισης, σήμερα η Μονή Τοπλού έχει αναδειχθεί σε ένα από τα κρητικά μοναστήρια με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο ηγούμενος έχει δραστηριοποιηθεί ώστε να οργανώσει και να αναδείξει το μοναστήρι. Ίδρυσε Μουσείο Χαλκογραφιών και Ελληνικών Λαϊκών Χαρακτικών φτιαγμένων από μοναχούς του Αγίου Όρους τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Οι μοναχοί αποτύπωσαν με την τέχνη τους εικόνες της καθημερινότητας τόσο πιστά, σαν να χρησιμοποιούσαν φωτογραφική μηχανή. Στη Μονή Τοπλού σώζονται εικόνες από τον 15ο αιώνα, που μαζί με άλλες νεότερες έχουν μεγάλο εικαστικό ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζουν τα στάδια ανάπτυξης και εξέλιξης της σχολής ζωγραφικής της Κωνσταντινούπολης, που επηρέασε και την Κρητική Τέχνη.
Στη Μονή, εκτός από τις θαυμαστές εικόνες, εκτίθενται επίσης αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης, όπως ευαγγέλια, αργυρο-επίχρυσοι σταυροί, πατριαρχικά συγίλια, σουλτανικά φιρμάνια, σφραγίδες, επαναστατικά λάβαρα, αρχιερατικά άμφια και άλλα.
Βιολογικό λάδι και κρασί Τοπλού
Η μονή δεν έχει πολλούς μοναχούς, αλλά διαθέτει μεγάλη περιουσία και επιρροή στην περιοχή. Τις τελευταίες δεκαετίες παράγει εξαιρετικά προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, όπως κρασί, λάδι και ρακή, που φέρουν την ονομασία «Τοπλού» και μπορείτε να τα αγοράσετε αν επισκεφτείτε το μοναστήρι.
Ειδικά για το κρασί, εμφιαλώνονται 30.000 φιάλες λευκό και άλλες τόσες κόκκινο με φίνο άρωμα και μαλακιά, γλυκιά γεύση.