Οπως μαρτυρείται μέσα από τις ιστορικές παραδόσεις του Κιλκίς και κυρίως την έντονη θρησκευτική παράδοση της περιοχής εις τον ιερό χώρο του Αγίου Γεωργίου Λόφου Κιλκίς, ιδρύεται το 1856 η Ιερά Ανδρώα Μονή.
Εκτοτε οι μαρτυρίες επανεμφανίζονται γύρω στο 1950 όπου ο τότε Ιεροκήρυκας Αρχιμανδρίτης Χαρίτων Συμεωνίδης ανήγειρε 40-50 μέτρα από τον Ιερό Ναό. Ανήγειρε 2 οικήματα εις τα οποία παρέμεναν κατά καιρούς οι Ιερομόναχοι οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις λατρευτικές ανάγκες της Ιεράς Μονής.
Το 1976 ευρίσκομεν δεύτερη επανίδρυση της Ιεράς Μονής με τις ενέργειες του Μακαριστού Μητροπολίτου Αμβροσίου η οποία επιβεβαιώνεται από πράξη του 1992 υπό του Μακαριστού Κυρού Αποστόλου. Η Ιερά Μονή λειτουργεί και πάλι με απόφαση του μακαριστού μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Εμμανουήλ ο οποίος έχει διορίσει προσωρινό ηγουμενοσυμβούλιο, αναμένοντας και την έγκριση του εσωτερικού κανονισμού της Ιεράς Μονής που έχει υποβληθεί προς ψήφιση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Ναός, χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των ναών του 19ου αιώνος, είναι λιθόκτιστος ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με υψηλό λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο και εντός του Ναού υπάρχει απαράμιλλης τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο με χαρακτηριστικές εικόνες εξαιρετικής τέχνης του 19ου αιώνος. Αξιόλογος και ο εικονογραφημένος Αμβωνας του Ναού και ο παλαιός Δεσποτικός θρόνος της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας.
Η κατοίκηση της περιοχής, όπου σήμερα υπάρχει η πόλη Κιλκίς, έγινε στα χρόνια του απώτατου παρελθόντος.
Ουδείς γνωρίζει πότε πρωτοκατοικήθηκε, γνωρίζουμε όμως το γιατί. Ο βραχώδης λόφος ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή, αποτελεί ένα εξαιρετικό, φυσικό οχυρωματικό έργο της φύσης. Είναι κυκλοτερής, απότομος, ηχηρά υψηλός και κυρίως ελεγχόμενος από όλες τις πλευρές του.
Επιπλέον, από την κορυφή του ελέγχεται μία τεράστια περιοχή που αρχίζει από την ανατολική πεδιάδα του Αξιού μέχρι τις δυτικές παρυφές των Κρουσίων και από τα βόρεια υψώματα του Δυσώρου μέχρι τις προεκτάσεις του όρους Κισσού, που καταλήγουν στις όχθες του Γαλλικού ποταμού.
Ηταν το ορθόδοξο μετερίζι της πόλης Κιλκίς που τότε, όλος ο οικισμός, δεν αριθμούσε πάνω από οκτακόσιους κατοίκους. Η ύπαρξη του ορθόδοξου στοιχείου, των πατριαρχικών της εποχής, είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός.
Οι πατριαρχικοί, δηλαδή οι Ορθόδοξοι Ελληνες, κατείχαν τότε την εκκλησία της Παναγίας της πόλης Κιλκίς και πιο πάνω, στον λόφο, το ναό του αγίου Γεωργίου.
Τότε με την ανοχή των Οθωμανών επεκτάθηκε η δραστηριότητα των ουνιτών. Αυτών δηλαδή που πίστευαν στην ένωση των εκκλησιών και πρέσβευαν ως πνευματικό ηγέτη τους τον Πάπα.
Οι ουνίτες που κάνουν την παρουσία τους στο Κιλκίς από τη δεκαετία του 1860, έχουν ως στόχο να διασπάσουν το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής και να στρέψουν ένα μεγάλο μέρος του προς την καθολική εκκλησία, χωρίς να χαθεί το πατροπαράδοτο ορθόδοξο διαδικαστικό στοιχείο.
Αυτό συνέφερε την επικρατούσα οθωμανική εξουσιαστική μηχανή γιατί έσπαγε την χριστιανική ενότητα σε τμήματα και την καθιστούσε έτσι, αδύναμη.
Περί το 1887 έχουμε την καταστροφή από τους ουνίτες του μοναστηριού της Παναγίας στην περιοχή του Γερακαριού, την καταστροφή του ναού της Παναγίας στην πόλη Κιλκίς και βαθμηδόν την κατάληψη του ναού του αγίου Γεωργίου του λόφου.
Κατόπιν, όταν ενδυναμώθηκε το βουλγαρικό στοιχείο στην περιοχή, εξέλιπε τελείως η ορθόδοξη κοινότητα και αυξήθηκε η ουνιτική. Γνωστή είναι στην πόλη Κιλκίς η παρουσία των καθολικών με τη μονή των καλογριών και καθολικό ορφανοτροφείο που και τα δύο δημιουργήθηκαν με τις ευλογίες των Οθωμανών.
Στις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε την εξολόθρευση του ορθόδοξου στοιχείου με μεθόδους απειλών και φόνων.
Στην περίοδο αυτή συναντούμε δημοσιεύματα στον ελληνικό τύπο που ασχολείται με τα εκκλησιαστικά γεγονότα της πόλης Κιλκίς, απ’ όπου διαπιστώνουμε τη ρευστότητα που υπήρχε.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας “Εμπρός” της 21ης Μαρτίου 1900:
«Εις το περίφημο αυτό Κιλκίσιον 42 οικογένειαι υπέβαλον αιτήσεις προς τον Επίσκοπον Πολυανής κ. Παρθένιον, δι’ ων δηλούσι την απόφασίν των να επανέλθωσιν εις την Ορθοδοξίαν, προσκαλούσι δε την Α. Πανιερότητα εις την πόλιν των».
Πληροφορούμαστε μάλιστα πως ο Παρθένιος ήρθε στο Κιλκίς, όπου διέμεινε τέσσερις ημέρες για να διοργανώσει πάλι την ορθόδοξη κοινότητα.
Ο,τι όμως ήταν ορθόδοξο, αν δεν το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι σχισματικοί, το ξεθεμελίωσαν και το κατέλαβαν οι ουνίτες, όπως και το ναό του αγίου Γεωργίου του Λόφου Κιλκίς.
Μετά την απελευθέρωση των εδαφών της Μακεδονίας από τον ελληνικό στρατό στα 1912-13, οι Βούλγαροι σχισματικοί εγκατέλειψαν τις περιοχές που βρίσκονταν υπό ελληνικής κυριαρχίας. Οι ουνίτες όμως επέμεναν στην παραμονή τους θεωρώντας μάλιστα κεκτημένα δικαιώματα όσα άρπαξαν τις περασμένες δεκαετίες στην περιοχή.
Θεωρούσαν μάλιστα και το ναό του Αγίου Γεωργίου του Λόφου Κιλκίς, ως ιδιοκτησία τους, ως περιουσιακό τους στοιχείο.
Τότε με τα γεγονότα του 1915, όπου συζητιόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής η παραχώρηση γεωγραφικών εκτάσεων στη Βουλγαρία, οι νέοι κάτοικοι της πόλης Κιλκίς που τότε ήταν οι Στρωμνιτσιώτες, οι Ακαλανιώτες και λίγοι Βιζυηνοί, αντέδρασαν στις φημολογίες αυτές και κατέλαβαν το ναό του Αγίου Γεωργίου του Λόφου, απαιτώντας την κυριαρχία του από τους Ουνίτες.
Τα επεισόδια τότε ήταν πολύ σοβαρά. Για να αποδείξουν την ψεύτικη βουλγαρική υπόσταση της πόλης, δεν δίστασαν να κατεβάσουν τα εικονίσματα του Αγίου Γεωργίου, έξυσαν την κυριλλική γραφή και ανεφάνη από κάτω η πρωτότυπη ελληνική γραφή τους. Αποδείχθηκε έτσι η μεγάλη ιστορική απάτη.
Μάλιστα, οι αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής έγραψαν για τα επεισόδια αυτά του Κιλκίς. Σε σχόλιο της εφημερίδας “Εμπρός”, αμέσως μετά τα γεγονότα, τονίζεται η κατάληψη του “καθολικού ναού” του Αγίου Γεωργίου από το ελληνικό στοιχείο και επισημαίνεται η οργή των κατοίκων στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων.