Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων: Οσίου Βασιλείου ομολογητού ,, ιερομάρτυρος Προτερίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Μαρτύρων Αβερκίου, Νέστορος. Οσιομάρτυρος Κυράννης της εκ Βυσσώκας θεσσλαονίκης,. Οσίων Ευβούλου και Νυμφά, των «αποστόλων». Βάρσου - (Βαριησοϋ) επισκόπου Δαμασκού. Κυράς και Μαράννας, των οσίων και «ευγενών ασκητριών».
Σήμερα γιορτάζουν οι: οι Κύρα (Κυράτσα ή Κυράννα) και τη Μαριάννα.
Η Αγία Κυράννα και ο μακαριστός μητροπολίτης Λαγκαδά
Μαρτύρησε στις 28 Φεβρουαρίου του 1751,στην Όσσα, ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη, όμως η αγία εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου.
Ο λόγος της αλλαγής του εορτασμού 40 μέρες πριν οφείλεται στο γεγονός οτι η 28η Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων.
Η Κυράννα της Θεσσαλονίκης σε ηλικία μόλις 20 χρόνων δολοφονήθηκε από Τούρκο αξιωματικό ο οποίος προσπαθούσε ανεπιτυχώς να την παντρευτεί και να την εξισλαμίσει.
Το 2011 ο μακαριστός μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης άρχισε την έρευνα στις πηγές και τα κείμενα που έδιναν πληροφορίες για τον βίο και το μαρτύριό της. Έτσι στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 με τη βοήθεια Αγιορείτου μοναχού και την συνδρομή ειδικών επιστημόνων και ιατροδικαστών, εντόπισαν μέσα στο ιερό βήμα του ναού των αρχαγγέλων της Όσσης, κάτω από τις πλάκες του δαπέδου, μεγάλο μέρος των αγίων λειψάνων.
Σύμφωνα με την παράδοση οι οποίες αμφιβολίες επιβεβαιώθηκε από την ευωδία που πλημμύρισε τον ναό, και σε λίγο ένα ακόμη στοιχείο ήρθε να στηρίξει την ελπίδα ότι είναι τα λείψανα της αγίας Κυράννας, διότι βρέθηκαν τα δερμάτινα υποδήματα της αγίας και η ιατροδικαστική έρευνα μπόρεσε έτσι να υπολογίσει ακόμη και το σωματικό ύψος της αγίας, τα δε αποτμήματα των λειψάνων, ήταν αρκετά για να βεβαιώσουν οι ιατροδικαστές το φύλο, την ηλικία της αγίας, αλλά και τη χρονολόγηση της ταφής.
Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης
Στις βόρειες πλαγιές του Παγγαίου όρους, κοντά στο χωριό Πρώτη Σερρών, δεσπόζει ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας, η Ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας, που είναι γνωστή και ως Μονή της Κοσίνιτσας. Για την επωνυμία της έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, από τις οποίες πιθανότερη φαίνεται εκείνη που τη σχετίζει με το «φοινικοῦν φῶς», δηλαδή το κοκκινωπό φως που εξέπεμψε το ξύλο, πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε η μορφή της Παναγίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή ιδρύθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα, το 452 από τον τότε επίσκοπο Φιλίππων Σώζοντα.
Στην πραγματικότητα όμως πρώτος επίσημος κτήτοράς της θεωρείται ο άγιος Γερμανός από την Παλαιστίνη, ένας από τους φωτιστές των Σλάβων τον 9ο αιώνα. Δεύτερος κτήτορας θεωρείται ο οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος συνέβαλε στην ανακαίνισή της, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και ενίσχυση του Ελληνισμού στην περιοχή. Το 1507 καταστράφηκε από τους Τούρκους και οι μοναχοί του σφαγιάστηκαν, αλλά σύντομα αναδιοργανώθηκε και ανακαινίσθηκε. Στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν μητροπολίτης Ζιχνών ήταν ο Ιάκωβος, το καθολικό της μονής ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και τοιχογραφήθηκε όταν μητροπολίτης Νευροκόπου ήταν ο Δανιήλ Α΄. Αργότερα, κατά την περίοδο των δύο παγκοσμίων πολέμων, η μονή λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους Βούλγαρους, οι οποίοι μεταξύ άλλων το έτος 1917 αφαίρεσαν σημαντικό αριθμό βυζαντινών χειρόγραφων. Το 1943 καταστράφηκε από πυρκαγιά όλο το συγκρότημα εκτός από το καθολικό. Η μονή ανασυστάθηκε το 1965, όταν εγκαταστάθηκε εδώ πολυάριθμη γυναικεία αδελφότητα.
Από την αρχική, μεσοβυζαντινή φάση της μονής διατηρείται σήμερα μόνο ένα τμήμα του μαρμαροθετημένου δαπέδου, που χρονολογείται γύρω στο 1000. Το σημερινό καθολικό υποδομήθηκε μεταξύ των ετών 1837-1847 από τον ηγούμενο Ανδρόνικο, ενώ από τον παλαιό ναό των αρχών του 17ου αιώνα διατηρήθηκε τμήμα του Ιερού Βήματος, που ανακαινίσθηκε. Ο κυρίως ναός, η λιτή και ο εξ νάρθηκας ήταν διακοσμημένα με τοιχογραφίες που έγιναν στη διάρκεια των ετών 1858-1865 από τον αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννου από την Κόρινθο, ο οποίος είχε εργαστεί κυρίως στη Μολδαβία. Μεγάλο μέρος από αυτές αντικαταστάθηκαν από νεότερες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε από Χιώτες τεχνίτες, όταν ηγούμενος ήταν ο Σωφρόνιος, στα τέλη του 18ου αιώνα. Αξιόλογες είναι και οι τοιχογραφίες του κοιμητηριακού ναού των Αγίων Αναργύρων με τις επιχρισμένες σήμερα τοιχογραφίες των μέσων του 16ου αιώνα.
Είναι η μονή η οποία υπέστη τη μεγαλύτερη λεηλασία κατά την περίοδο όπου έδρασαν στην περιοχή οι Βούλγαροι οι οποίοι της αφαίρεσαν ότι πολύτιμο είχε και τα οποία σήμερα βρίσκονται σε διάφορα μουσεία στη γειτονική χώρα.