Ελάχιστοι Πρόεδροι και πρωθυπουργοί στον δυτικό κόσμο έχουν παραμείνει στην εξουσία περισσότερο από την Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Στη διάρκεια της 16χρονης θητείας της Μέρκελ, πέρασαν, για παράδειγμα, τέσσερις Αμερικανοί Πρόεδροι από τον Λευκό Οίκο και ισάριθμοι Γάλλοι από το Μέγαρο των Ηλυσίων. Και τώρα, που έρχεται η σειρά της να αποσυρθεί μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, όλοι οι πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής διερωτώνται τι πρέπει να περιμένουν στην μετά-Μέρκελ εποχή, από τη νέα Γερμανική κυβέρνηση.
Πρώτα απ' όλους η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ηγέτες των υπολοίπων 26 χωρών μελών: Γιατί είναι σαφές, ότι χωρίς τη Γερμανία, το πολυπληθέστερο και οικονομικά ισχυρότερο κράτος μέλος της ΕΕ, λίγα πράγματα μπορούν να πραγματοποιηθούν στους σημαντικότερους τομείς. Για παράδειγμα στην πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης: Τον περασμένο Ιούλιο, η Κομισιόν παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Ευρώπης για το κλίμα, την ενέργεια, τη χρήση γης, τις μεταφορές και τη φορολογία ,ώστε να επιτευχθεί μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις προτάσεις αυτές, θα ξεκινήσουν με την νέα Γερμανική κυβέρνηση, αλλά οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι καγκελάριοι -ο Ολαφ Σολτς και ο Αρμιν Λάσετ- έχουν αρκετά διαφορετικές απόψεις για το θέμα.
Οι Βρυξέλλες περιμένουν επίσης τη νέα γραμμή του Βερολίνου αναφορικά με την χρηματοπιστωτική και οικονομική πολιτική. Η ΕΕ εργάζεται εδώ και χρόνια για την τραπεζική ένωση, ένα ενιαίο σύνολο κανόνων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα της ΕΕ, αλλά τον περασμένο Ιούνιο, η πιο πρόσφατη προσπάθεια επεξεργασίας συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος απέτυχε. Τα σχέδια για την παγκόσμια ελάχιστη φορολογία, χρειάζονται επίσης τη γερμανική συμμετοχή. Εκκρεμεί επίσης μια θεμελιώδης συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μεταρρύθμιση των κανόνων χρέους της ΕΕ. Μπορεί οι κανόνες να έχουν «παγώσει» προς το παρόν λόγω της πανδημίας, αλλά θα πρέπει να τεθούν ξανά σε ισχύ από το 2023 Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επανέλαβε προχθές την ανάγκη για μεγαλύτερη ανεξαρτησία της ΕΕ-ακόμη και στρατιωτική -από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τονίζοντας μια λέξη κλειδί: στρατηγική αυτονομία. Το Βερολίνο και το Παρίσι συμφωνούν σήμερα ουσιαστικά ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μόνο στην Ουάσινγκτον, αλλά πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της. Αύριο όμως; Με δύο άλλους ενοίκους στην καγκελαρία ,αλλά ίσως και στο Μέγαρο των Ηλυσίων;
Η σχέση με τον Μπάιντεν
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, για παράδειγμα, μιλά συνεχώς για τον ανταγωνισμό δύο συστημάτων αξιών στην εξωτερική πολιτική: Ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και τα αυταρχικά κράτη. Η Ρωσία θεωρείται από την Ουάσινγκτον ως χώρα που προσπαθεί να επιβάλει διαιρέσεις και η Κίνα ως αντίπαλος του συστήματος. Ακούγεται περίεργο, αλλά στη γερμανική προεκλογική εκστρατεία, ένα κόμμα ιδίως, συμμερίζεται την γεωπολιτική κοσμοθεωρία των Ηνωμένων Πολιτειών: Οι Πράσινοι. Ένα κόμμα που αναμένεται μεν να μετάσχει στη νέα γερμανική κυβέρνηση, αλλά ως μικρότερος εταίρος. Στην πράξη, παραμένει δύσκολο για την νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση να ανταποκριθεί σε όλες τις προσδοκίες του Λευκού Οίκου. Στη διαμάχη για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2, η αμερικανική κυβέρνηση έκανε πίσω και ανέστειλε την επιβολή νέων κυρώσεων. Αλλά ο Μπάιντεν απαίτησε από τα ευρωπαϊκά κράτη να αντιταχθούν πιο σκληρά στην πολιτική «διαίρει και βασίλευε» ,που πιστεύει ότι ακολουθεί η Μόσχα έναντι της Δύσης.
Το Κρεμλίνο παρακολουθεί στενά τη γερμανική προεκλογική εκστρατεία, αν και αποφεύγει τα επίσημα σχόλια. Οι Ρώσοι πολιτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι η χειρότερη επιλογή για τη Μόσχα είναι η υποψήφια των Πράσινων, Ανναλένα Μπέρμποκ, που έχει αντιταχθεί στη ρωσική πολιτική έναντι της Ουκρανίας, στον αγωγό Nord Stream 2,αλλά και στην αντιμετώπιση της ρωσικής αντιπολίτευσης. Ένα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο: η Άγκελα Μέρκελ θα λείψει ως σταθερή και αξιόπιστη συνομιλήτρια στο Κρεμλίνο.
Τα «αγκάθια» με την Κίνα
Η Ουάσιγκτον ωθεί επίσης την Ευρώπη και φυσικά τη Γερμανία, σε μια οικονομική αναμέτρηση με την Κίνα. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει νέους δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα σε αντίποινα για τις υπερβολικές κρατικές επιδοτήσεις. Μετά τα ταραχώδη χρόνια της προεδρίας Τραμπ, η Ουάσινγκτον θέλει φυσικά τώρα να συντονίσει τα βήματά της με τους συμμάχους της. Αλλά εάν καταστεί αδύνατη μια συμφωνία, χωρίς αμφιβολία, η πολιτική «Πρώτα η Αμερική», θα ισχύσει επίσης και υπό τον Τζο Μπάιντεν. Τι θα πράξει λοιπόν η νέα γερμανική κυβέρνηση έναντι του Πεκίνου; Για την κινεζική ηγεσία, η καγκελάριος Μέρκελ ήταν ο σημαντικότερος πολιτικός και οικονομικός σύμμαχός της στην Ευρώπη. Η Κίνα έχει γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τη Γερμανία .
Η μεγαλύτερη επιθυμία της κινεζικής κυβέρνησης θα ήταν να συνεχίσει την ίδια συνεργασία και με την νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο. Αλλά η επιθετική εθνικιστική συμπεριφορά της κινεζικής κυβέρνησης προκαλούν όλο και περισσότερο έντονες επικρίσεις από όλα σχεδόν τα κόμματα στην Bundestag. Και κυρίως από τους Πράσινους. Για την κινεζική ηγεσία, η πιθανή ανάληψη από την Ανναλένα Μπέρμποκ του υπουργείου Εξωτερικών, θα ήταν κακό σημάδι. Αλλά και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP),που αναμένεται επίσης να μετάσχουν στη νέα Γερμανική κυβέρνηση, συχνά επικρίνουν την Κίνα. Αν και -όπως λέει ο κινέζος αναλυτής Γιε Ζιανγκ από το κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών στη Σαγκάη – το FDP θα υποκύψει τελικά στην πίεση της γερμανικής οικονομίας, η οποία τάσσεται υπέρ της διατήρησης φιλικών σχέσεων με την Κίνα