Πρόσφυγες ξεχασμένοι στα Βαλκάνια

 
lipa

Ενημερώθηκε: 20/06/22 - 09:16

Η διεθνής κοινότητα εστιάζει στους πρόσφυγες από την Ουκρανία. Όμως την ίδια στιγμή εκατομμύρια άλλοι πρόσφυγες έχουν εγκλωβιστεί στην «βαλκανική οδό», χωρίς ελπίδα.

«Στον πόλεμο έχασα τη μητέρα των δύο παιδιών μου», λέει ο Κιάνο (δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα) με δάκρυα στα μάτια. Δύο μήνες έχει συμπληρώσει ο 30χρονος άνδρας από το Καμερούν στον προσφυγικό καταυλισμό Λίπα, κοντά στην πόλη Μπίχατς της Βοσνίας. Η θερμοκρασία έχει φτάσει τους 30 βαθμούς, ο Κιάνο και οι συγκάτοικοί του έχουν βγει έξω από το λευκό κοντέινερ που μοιράζονται όλοι μαζί και ψάχνουν για σκιά. Λέει ότι δεν θέλει να μιλήσει για το πώς έφυγε από την πατρίδα του, όχι αυτή τη στιγμή, ίσως μετά από λίγες μέρες στο τηλέφωνο.

«Θέλω να πάω σε μία χώρα που ανήκει στο Σένγκεν και εκεί να ζητήσω άσυλο», λέει ο Κιάνο. Η Κροατία ανήκει στην ΕΕ, αλλά ακόμη δεν είναι πλήρες μέλος της ζώνης Σένγκεν, άρα υπάρχουν εντατικοί έλεγχοι στα σύνορα. Πάνω απ' όλα ο Κιάνο θέλει να βρει μία νόμιμη δουλειά στην Ευρώπη και να φέρει μαζί του τα παιδιά του. Ο ίδιος έφυγε από την πατρίδα του το 2018, βρέθηκε στην Τουρκία, από εκεί πέρασε στη Βοσνία μέσω Σερβίας. Δύο φορές, λέει, προσπάθησε ήδη να περάσει στην Κροατία και στην ΕΕ. Μία φορά παρά λίγο να φτάσει στο Σλοβενία, αλλά «μετά από οκτώ μέρες περπάτημα, μέρα και νύχτα, δεν μπορούσα άλλο. Τραυματίστηκα στο πόδι. Κάποιοι Κροάτες ειδοποίησαν την αστυνομία για να με βοηθήσει. Αλλά οι αστυνομικοί δεν πίστεψαν ότι ήμουν τραυματίας, πήραν τα χρήματα και τα κινητά μας. Και τα δικά μου και των άλλων που ήταν μαζί μου».

«Μας γύρισαν όλους μαζί στη Βοσνία, στη μία η ώρα τη νύχτα, στη ζούγκλα», θυμάται ο Κιάνο. Εννοεί το πυκνό δάσος στα σύνορα Βοσνίας-Κροατίας, μία περιοχή πολύ επικίνδυνη, όπου ακόμη υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες νάρκες από τον πόλεμο που έγινε στη Βοσνία στη δεκαετία του '90, αλλά και βόμβες που δεν έχουν εκραγεί.

Χιλιάδες παράνομες επαναπροωθήσεις στα σύνορα

Πολλοί πρόσφυγες στον καταυλισμό Λίπα κάνουν λόγο για βαίες απωθήσεις της κροατικής αστυνομίας. Μόνο για το έτος 2020 ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν καταγράψει 16.000 παράνομες επαναπροωθήσεις (pushbacks) στα σύνορα με τη Βοσνία. Το 2021 μία δημοσιογραφική ομάδα με τη συμμετοχή της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) κατέγραψε εικόνες από τις επιθέσεις τις αστυνομίας, αλλά και τους τραυματισμούς των νεοαφιχθέντων. Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, για να αλλάξει η κατάσταση στα σύνορα.

Παρόμοια περιστατικά διηγείται και ο Καμράν (δεν είναι το πραγματικό του όνομα) από το Πακιστάν. «Έχω προσπαθήσει να μπω στην ΕΕ δέκα ή δώδεκα φορές», λέει. Κάθε τόσο η αστυνομία τον αναγκάζει να επιστρέψει πίσω στη Βοσνία. Έχει επίδεσμο στο ένα χέρι, αλλά και στο πόδι. Λέει ότι δεν είναι σίγουρος για την ηλικία του, πρέπει να είναι 18 ή 19. Πριν από πέντε χρόνια έφυγε από το Πακιστάν και από τότε δεν έχει δει ξαναδεί την οικογένειά του. «Μου λείπει πολύ η μαμά μου», λέει.

Λίπα, ενδιάμεσος σταθμός για την ΕΕ

Με όποιον και να μιλήσει κανείς στον καταυλισμό, όλοι λένε ότι θέλουν να ζήσουν στην ΕΕ. Οι περισσότεροι προέρχονται από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, μερικοί από την Κούβα. Στον καταυλισμό υπάρχει ρεύμα, τρεχούμενο νερό, Ίντερνετ. Λόγω πανδημίας οι ένοικοι καλούνται «να προσέχουν την προσωπική τους υγιεινή». Οι ίδιοι δεν θέλουν να διαμαρτύρονται. «Οι συνεργάτες του καταυλισμού κάνουν ό,τι μπορούν για μας» λέει ο Κιάνο από το Καμερούν. «Υπάρχει γυμναστήριο, μπορούμε να παίζουμε χαρτιά, μπορούμε και να μάθουμε ξένες γλώσσες, αγγλικά, ιταλικά ή βοσνιακά». Μόνο να εργαστούν δεν επιτρέπεται οι νεοαφιχθέντες, γιατί δεν διαθέτουν σχετική άδεια.

Προσπαθώντας να κερδίσουν χρήματα

Όμως η διαφυγή στοιχίζει ακριβά. Πρέπει να πληρωθούν τα ταξί, χρειάζεται φαγητό και νερό. Κάποιοι παίρνουν λεφτά από την οικογένειά τους ή από φίλους, άλλοι πηγαίνουν στην πόλη και βγάζουν μεροκάματο ως υπαίθριοι πωλητές. Πουλάνε χαρτομάντηλα και ό,τι άλλο βρίσκουν στους δρόμους ή στα σκουπίδια. Κάποιοι άνοιξαν ακόμη και αυτοσχέδια καταστήματα μέσα στον καταυλισμό.

Ένας άνδρας που όλοι αποκαλούν «Τσάκα» (ο «θείος» στη γλώσσα Χίντι) έχει διαρρυθμίσει μία γωνία του κοντέινερ ως τσαγερί. Σε ένα κομοδίνο δίπλα στις κουκέτες, έχει αποθέσει δύο βραστήρες, πλαστικά ποτήρια, φακελάκια τσαγιού και γάλα. Στο παραδιπλανό κοντέινερ κάποιος άλλος δηλώνει πρόθυμος να κουρέψει τους ενδιαφερόμενους με το συμβολικό αντίτιμο των δύο ευρώ. Σε άλλο κοντέινερ πωλούνται πατατάκια, παιδικά γλυκά και χυμοί φρούτων.

Και ο Κιάνο είχε προσπαθήσει κατά καιρούς να βγάλει λίγα χρήματα, για παράδειγμα πουλώντας τα παπούτσια του. Αλλά θέλει μια «κανονική» εργασία. «Είμαι υδραυλικός, έχω μάθει τη δουλειά», λέει. «Θέλω να έρθω στην Ευρώπη και να είμαι χρήσιμος με αυτό που κάνω». Όταν γίνει καλά το πόδι του, θα ξαναπροσπαθήσει να περάσει τα σύνορα. «Άλλωστε δεν έχω και άλλη εναλλακτική λύση», λέει. Σίγουρα δεν θέλει να επιστρέψει στο Καμερούν και στον πόλεμο, αν και ξέρει ότι και η διαφυγή έχει πολλούς κινδύνους. «Ένας φίλος μου πέθανε στην προσπάθειά του να διαφύγει», λέει. «Ευτυχώς εμείς είμαστε ζωντανοί, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε ζωντανοί-νεκροί…».

Πηγή: Deutsche Welle

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ