Με μια οριστική και ομόφωνη απόφαση το Εφετείο της πόλης της Ουάσιγκτον απέρριψε το αίτημα της Τουρκίας για την επανεξέταση της απόφασης που είχε λάβει για τις βιαιοπραγίες που είχαν εκδηλωθεί εναντίον Κούρδων διαδηλωτών.
Υπενθυμίζεται ότι το 2017 οι άνδρες της ασφάλειας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν επιτεθεί και χτυπήσει βίαια ειρηνικούς διαδηλωτές που βρίσκονταν έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη και στη συνέχεια είχαν εμπλακεί σε αψιμαχίες με το προσωπικό της αμερικανικής μυστικής αστυνομίας (Secret Service).
Σε πρωτόδικο επίπεδο, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον είχε αποφανθεί ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της ασυλίας. Στη συνέχεια, μετά την προσφυγή της Τουρκίας, οι τρεις δικαστές του Εφετείου που εξέτασαν την υπόθεση κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ωστόσο, η γειτονική χώρα αποφάσισε να εξαντλήσει όλα τα νομικά εργαλεία που είχε διαθέσιμα, ζητώντας και από τους 10 δικαστές του Εφετείου να επανεξετάσουν την απόφαση. Ωστόσο, δεν είχε και αυτή την φορά καμία τύχη, και πλέον η απόρριψη του συγκεκριμένου αιτήματος σημαίνει ότι η προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι μονόδρομος για την Τουρκία.
Εκφράζοντας την ικανοποίηση του, ο ομογενής δικηγόρος Ανδρέας Άκαρας, που έχει αναλάβει την εκπροσώπηση των διαδηλωτών, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι "η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στις προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία για να αποφύγει την ευθύνη που έχει για τις επαίσχυντες ενέργειες του κ. Ερντογάν και των σωματοφυλάκων του".
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η μήνυση κατατέθηκε από Αμερικανούς πολίτες εναντίον όχι φυσικών προσώπων, αλλά εναντίον του τουρκικού κράτους. Από την πλευρά της, η Τουρκία υποστήριξε ότι χαίρει ασυλίας και συνεπώς το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να τεθεί στη κρίση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον.
Σε πρωτόδικο επίπεδο, το Περιφερειακό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της ασυλίας. Η τουρκική πλευρά, όμως, άσκησε έφεση με βασικό επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν για λόγους προστασίας του προέδρου, ο οποίος βρισκόταν στα σκαλιά της πρεσβευτικής κατοικίας. Με δεδομένο ότι η υπόθεση αφορούσε την εμπλοκή μιας ξένης κυβέρνησης, οι δικαστές ζήτησαν τη γνωμοδότηση των τριών αρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μυστική Αστυνομία).
Στη συνέχεια ακολούθησε η κοινή γνωμοδότηση που κατατέθηκε με υπόμνημα στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον. Σε αυτό το κείμενο, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τη μυστική αστυνομία (Secret Service) κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια της ασυλίας που προβλέπεται στον νόμο "Foreign Sovereign Immunities Act" (FSIA). Αιτιολογώντας το σκεπτικό τους, οι τρεις υπηρεσίες υποστήριξαν ότι οι επίμαχες πράξεις δεν έγιναν για λόγους προστασίας του Τούρκου προέδρου και συνεπώς δεν απολαμβάνουν την ασυλία που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του νόμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ηγετικά στελέχη από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής και την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας είχαν στείλει επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν με την οποία του ζητούσαν να ξεκαθαρίσει ότι η Τουρκία δεν διαθέτει ασυλία βάσει του νόμου "Foreign Sovereign Immunities Act" (FSIA).