Παρότι επίσημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν σχολιάζει τις πολιτικές εξελίξεις στα κράτη μέλη, έντονη ανησυχία προκαλεί στις Βρυξέλλες το ενδεχόμενο επικράτηση του δεξιού συνασπισμού στην Ιταλία.Αν όμως οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν τότε ο συνασπισμός των τριών κομμάτων Fratteli d’ Italia, της Τζώρτζια Μελόνι, Lega του Ματέο Σαλβίνι και Forza Italia του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει τις περισσότερες πιθανότητες να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.
Αυτός ο “κεντροδεξιός”, όπως αυτοονομάζεται, συνασπισμός, βασίζει τις σχέσεις του με τις Βρυξέλλες στο κόμμα του και ευρωβουλευτή Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το Forza Italia, που μετέχει στην κοινοβουλευτική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και θα είναι σίγουρα ο ισχυρός ομφάλιος λώρος με τη θεσμική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμη και ο πρώην Επίτροπος Αντόνιο Ταγιάνι είναι επίσης ευρωβουλευτής του Λαϊκού Κόμματος και μετέχει με το Forza Italia στις εθνικές εκλογές.
Και δεν είναι λίγοι οι επικριτές του ΕΛΚ για τη στήριξη που παρέχει στον νεότευκτο συνασπισμό.
Ωστόσο, το πρόσωπο που κυριαρχεί σε αυτόν τον συνασπισμό είναι η Τζώρτζια Μελόνι, η οποία έχει πολλές φορές προσπαθήσει να εξωραΐσει τον άλλοτε πύρινο λόγο της κατά των Βρυξελλών, προκειμένου να επιδείξει έστω τις τελευταίες ώρες μια λιγότερο ριζοσπαστική στάση έναντι των ευρωπαϊκών πολιτικών, κυρίως σε ό,τι αφορά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Έτσι, ο πρώτος μεγάλος προβληματισμός των Βρυξελλών σε σχέση με την Ιταλία, εφόσον από Δευτέρα μιλάμε για μια Ιταλία με ισχυρό δεξιό προφίλ, είναι αν θα ακολουθήσει τη σκληρή πολιτική των κυρώσεων ή αν θα δυσκολέψει μέχρι και με βέτο τις επερχόμενες αποφάσεις στο ρωσικό ζήτημα.
Το ερώτημα είναι εάν η νέα ιταλική κυβέρνηση θα ακολουθήσει τη σκληρή στάση της Ένωσης κατά της Μόσχας, και κυρίως αν θα εφαρμόσει και υπερψηφίσει νέες κυρώσεις ή αν θα παίζει για δικούς της λόγους με το δικαίωμα σε βέτο.
Ο Ματτέο Σαλβίνι έχει χαρακτηρίσει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας πιο επιβλαβείς για την Ιταλία παρά για την ίδια τη Ρωσία.
Ενώ, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι εκτιμά πως μια πολιτική αλλαγή στην Ουκρανία θα διευκόλυνε την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών.
Δεύτερον, η Ρώμη πρέπει να υποβάλει τον προϋπολογισμό της για το 2023 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο και η νέα κυβέρνηση μπορεί αρχικά να συνεχίσει σύμφωνα με τις γραμμές της κυβέρνησης Ντράγκι, αλλά το επόμενο έτος η Μελόνι θα θελήσει να αλλάξουν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες.
Τρίτο ζήτημα είναι η εθνική πολιτική της Ιταλίας στην αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας. Η Ιταλία είναι πολλές Ιταλίες.
Είναι εκείνη των βιομηχανιών του Βορρά και η άλλη των φτωχών του Νότου.
Εάν δεν ακολουθήσει τις κοινές γραμμές ως προς τον εφοδιασμό, την εξοικονόμηση αλλά και τις λογικές παρεμβάσεις στα όρια τιμών θα έχουμε ένα μεγάλο ρήγμα στην ευρωπαϊκή ενότητα.
Τέταρτο ζήτημα είναι το πώς θα δαπανηθούν τα 192 δισεκατομμύρια ευρώ που η ΕΕ διαθέτει στην Ιταλία για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στον απόηχο της κρίσης του κορωναϊού.
Εάν η Ρώμη έρθει σε σύγκρουση με τις Βρυξέλλες στο θέμα των μεταρρυθμίσεων οι συνέπειες μπορεί να είναι ανυπολόγιστες και για τις δύο πλευρές.
Το υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας καθιστά ασύλληπτη μια νέα κρίση στην Ευρωζώνη.
Πέμπτο ζήτημα είναι το μεταναστευτικό. Η μαγιά του νέου δεξιού συνασπισμού είναι εξαιρετικά ριζοσπαστική στο θέμα της αντιμετώπισης των μεταναστών.
Και η Ιταλία πολύ κοντά σε θαλάσσιους δρόμους από την Αφρική και πολύ μακριά από χώρες της κεντρικής Ευρώπης, που αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως άσκηση επί χάρτου.
Συνεπώς η σχέση Ρώμης – Βρυξελλών φαίνεται ότι θα περάσει από πολλά κύματα με καπετάνισσες δύο γυναίκες που – κάθε μια στο χώρο της – χαρακτηρίζονται για την αποφασιστικότητα και την μαχητικότητά τους.
Και είναι μάλλον νωρίς να κριθούν τα επιτεύγματα και τα λάθη τους.
Από το «καλημέρα Ρώμη» στο … «καληνύχτα Ούρσουλα»
Οι δυσκολίες συνεννόησης έχουν ήδη διαφανεί. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν από τις Ηνωμένες πολιτείες, σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα La Repubblica, δήλωσε, μετά την ομιλία της στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον ότι: «θα συνεργαστεί με κάθε δημοκρατική κυβέρνηση η οποία θα θελήσει να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες».Άφησε μάλιστα αιχμές και για το αποτέλεσμα της Σουηδίας, αλλά και για τις κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Στον απόηχο της δήλωσής της αντί για «καλημέρα» από την Ιταλία ακούστηκε μια μάλλον βαριά «καληνύχτα», αφού ο γραμματέας της Lega, Ματέο Σαλβίνι, χαρακτήρισε τη δήλωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ως «αχαρακτήριστη απειλή», διότι, όπως είπε, «η κυρία αυτή οφείλει να εκπροσωπεί όλους τους Ευρωπαίους και όχι μόνο τους αριστερούς».
Παράλληλα τόνισε ότι το κόμμα του θα καταθέσει πρόταση μομφής στην Ευρωβουλή κατά της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όσο κι αν αυτές οι κουβέντες κινούνται στο πλαίσιο της τελικής μάχης στον προεκλογικό αγώνα είναι σαφές ότι Βρυξέλλες και Βερολίνο προτιμούν τα γνωστά βιογραφικά τεχνοκρατών παρά αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής που σίγουρα θα δυσκολέψουν το διάλογο σε κρίσιμα ζητήματα.
Και αυτό δεν το χρειάζεται αυτή την ώρα η Ευρώπη. Πολλοί ελπίζουν ότι το όνομα του Μάριο Ντράγκι θα ξαναπέσει στο τραπέζι ως μια λύση συναινετικής κυβερνητικής λειτουργίας, εφόσον τα σχέδια του – μάλλον φτωχού σε σημαίνουσες προσωπικότητες – δεξιού συνασπισμού δεν αποσπάσουν ποσοστά που να οφηγούν σε κυβερνητική αυτονομία.
Ανησυχία και στο Βερολίνο
Όπως γράφει η ιταλική εφημερίδα La Republica «Για το Βερολίνο, η απλή πιθανότητα να ενωθεί η ακροδεξιά κατά μήκος μιας φανταστικής γραμμής από τον Βορρά προς τον Νότο, που συνδέει τη Σουηδία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Ιταλία είναι εφιάλτης».
Αξιοσημείωτη είναι και η αποστροφή του γνωστού στις Βρυξέλλες – αφού χρημάτισε και αυτός πρωθυπουργός – Ενρίκο Λέττα, ότι «ο Πούτιν συμμετέχει στην ψηφοφορία της 25ης Σεπτεμβρίου και θα είναι ο πρώτος που θα δει το αποτέλεσμα».Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος κάνει έκκληση στους Ιταλούς να μην ψηφίσουν τους φίλους του Πούτιν.