Ο Αφγανός δημοσιογράφος Μπιλάλ Σαρούαρι μιλά για την διαφυγή από το Αφγανιστάν: «Το πιο οδυνηρό ταξίδι της ζωής μου»

 
Ο Αφγανός δημοσιογράφος Μπιλάλ Σαρούαρι μιλά για την διαφυγή από το Αφγανιστάν: «Το πιο οδυνηρό ταξίδι της ζωής μου»

Ενημερώθηκε: 28/08/21 - 01:52

Ο Αφγανός δημοσιογράφος Μπιλάλ Σαρούαρι ξεκίνησε την καριέρα του το 2001 βοηθώντας στην δημοσιογραφική κάλυψη των αμερικανικών βομβαρδισμών στο Αφγανιστάν και την επακόλουθη πτώση των Ταλιμπάν. Ποτέ στα είκοσι χρόνια από τότε δεν φανταζόταν ότι η Καμπούλ θα έπεφτε ξανά στα χέρια της ισλαμιστικής μαχητικής οργάνωσης, είπε.

Υπό τον φόβο αντιποίνων αυτός και η οικογένειά του απομακρύνθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Κατάρ μαζί με περισσότερα από 150 άτομα, συμπεριλαμβανομένων άλλων δημοσιογράφων και καλλιτεχνών, λίγες ημέρες πριν από τη φονική βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας του Ισλαμικού Κράτους την Πέμπτη έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ.

«Για μένα προσωπικά ήταν 20 χρόνια θάβοντας τη ζωή μου, τα όνειρά μου, το δίκτυο των φίλων μου, το σπίτι μου. Ήταν ίσως το πιο οδυνηρό ταξίδι της ζωής μου», είπε στο Reuters στη Ντόχα, όπου έφτασε πριν από σχεδόν μια εβδομάδα.

«Ακόμα και στα χειρότερα μου όνειρα δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε αυτό, ότι ξαφνικά θα αναγκαζόμασταν να φύγουμε», τόνισε. «Όλοι από μας σε αυτό το αεροπλάνο, δεν ήμασταν εκεί για να κάνουμε ρεπορτάζ... αυτή τη φορά ήμασταν εκείνοι που αναγκάζονταν να δραπετεύσουν».

Ο Σαρούαρι, ο οποίος εγκατέλειψε το Αφγανιστάν ως παιδί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της δεκαετίας του 1990, είπε ότι έχασε επαφή με τρεις φίλους που βρίσκονταν έξω από το αεροδρόμιο με τις οικογένειές τους την Πέμπτη.

«Μου έλεγαν ότι όλοι περίμεναν μέσα στο κανάλι λυμάτωνκαι αυτό δείχνει πόσο απελπιστικές είναι οι συνθήκες για να φύγεις. Καθώς τους μιλούσα ξαφνικά έγινε η έκρηξη», αφηγήθηκε.

Οι ΗΠΑ ανέφεραν χθες Παρασκευή ότι οι επόμενες ημέρες της επιχείρησης απεγκλωβισμού ανθρώπων που έχει απομακρύνει από το Αφγανιστάν περισσότερους από 100.000 ανθρώπους τις τελευταίες δύο εβδομάδες είναι πιθανότατα οι πιο επικίνδυνες.

Η Μαριάμ Σαγιάρ, η οποία έφτασε στη Ντόχα πριν από τέσσερις ημέρες με τη μητέρα της, τις αδελφές της, τον αδελφό της και την οικογένειά της, είπε ότι νιώθει τυχερή αλλά λυπημένη για όσους δεν μπορούσαν να φύγουν. Έφυγε, όπως τόνισε, καθώς φοβόταν αντίποινα επειδή η ίδια συνεργαζόταν με πρότζεκτ που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ, ενώ τα αδέλφια της εργάζονταν σε διεθνή μέσα ενημέρωσης και οργανώσεις βοήθειας.

«Δεν έχουμε καμία ελπίδα ότι οι Ταλιμπάν θα μπορέσουν ποτέ να κυβερνήσουν το Αφγανιστάν», είπε η Σαγιάρ, λέγοντας πόσο συντετριμμένη ένιωσε όταν η ισλαμιστική οργάνωση αποκαθήλωσε την εθνική σημαία σε ένα πάρκο της Καμπούλ.

«Αισθανόμαστε απαίσια που οι μορφωμένοι άνθρωποι φεύγουν από το Αφγανιστάν σήμερα, σε μια στιγμή που η χώρα μου μας χρειάζεται, που έπρεπε να μείνουμε στη χώρα μας, να δουλέψουμε και να την υπηρετήσουμε, αλλά όλοι βρίσκονται σε μια κατάσταση ότι πρέπει να φύγουν από το Αφγανιστάν».

«Πόλη φάντασμα»

Ο αδελφός της Αχμέντ Σαγιάρ, 32 ετών, τόνισε ότι η Καμπούλ μετατράπηκε σε μια «πόλη φάντασμα» όταν εισήλθαν οι Ταλιμπάν, με τους ανθρώπους να φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους. Η οικογένειά του περίμενε 12 ώρες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ για να φύγει.

«Είμαστε χαρούμενοι που τουλάχιστον τα καταφέραμε... αλλά ταυτόχρονα είμαστε πραγματικά ανήσυχοι και νιώθουμε πολύ άσχημα για εκείνους τους ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί στην Καμπούλ», είπε.

Ο Σαρούαρι φοβάται ότι το Αφγανιστάν βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο μιας αιματοχυσίας και οικονομικής δυσπραγίας χωρίς μια λειτουργική κυβέρνηση. Οι χώρες θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να εμπλακούν με τους Ταλιμπάν, των οποίων η μεγαλύτερη πρόκληση τώρα είναι η μετάβαση από το να «πολεμούν στο να κυβερνήσουν», σημείωσε.

Συνοδευόμενος από τους γονείς του, τη σύζυγο και την κόρη του Σόλα, το όνομα της οποίας σημαίνει ειρήνη, είπε ότι περιμένει τώρα να αποκτήσει μια καναδική βίζα.

«Θα ήθελα να σκέφτομαι ότι θα επιστρέφαμε λόγω της σχέσης αγάπης που έχουμε με το Αφγανιστάν... Αυτή είναι μια ελπίδα από την οποία νομίζω ότι θα συνεχίσω να πιάνομαι», κατέληξε.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ