Υπερψηφίστηκε στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων το νομοσχέδιο για τη χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αποτρέποντας τη μερική αναστολή της, λιγότερο από έξι εβδομάδες πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ όπου διακυβεύεται ο έλεγχος του Κογκρέσου.
Με την κυβερνητική χρηματοδότηση για τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να λήγει τα μεσάνυχτα, οι βουλευτές έστειλαν το νομοσχέδιο στον Λευκό Οίκο, όπου ο πρόεδρος Μπάιντεν έβαλε την υπογραφή του.
Το νομοσχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει επιπλέον 12,3 δισεκ. δολάρια για την στήριξη της Ουκρανίας στον αγώνα της κατά των ρώσων εισβολέων, είχε εγκριθεί την Πέμπτη από τη Γερουσία με δικομματική υποστήριξη. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων πέρασε με 226 ψήφους υπέρ έναντι 200 κατά, καθώς 10 Ρεπουμπλικάνοι συντάχθηκαν με τους Δημοκρατικούς.
Χωρίς την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι κυβερνητικές υπηρεσίες θα υποχρεώνονταν σήμερα να αναστείλουν μερικώς τη λειτουργία τους λόγω έλλειψης χρηματοδότησης – ένα σενάριο που γίνεται ολοένα και πιο συνηθισμένο στις ΗΠΑ, σε μια εποχή οξείας πόλωσης, κατά την οποία Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι δίνουν σκληρές μάχες για την κατανομή του προϋπολογισμού.
Πέραν της οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία για τη χρηματοδότηση κυβερνητικών υπηρεσιών, το νομοσχέδιο εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο Μπάιντεν να αντλήσει έως και 3,7 δισεκ. δολάρια για την αποστολή στο Κίεβο πλεοναζόντων οπλικών συστημάτων των ΗΠΑ. Επιπλέον, εν μέσω αναφορών για τις ρωσικές δυνάμεις που απειλούν την ασφάλεια των ουκρανικών πυρηνικών σταθμών και των υπαινιγμών του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν για ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών όπλων, προβλέπονται 35 εκατομμύρια δολάρια «για την προετοιμασία και την απάντηση σε ενδεχόμενα πυρηνικά και ραδιολογικά περιστατικά στην Ουκρανία».
Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει καταφύγει σε έγκριση χρηματοδότησης της τελευταίας στιγμής στα 43 από τα τελευταία 46 χρόνια. Η τελευταία φορά που το Κογκρέσο επέτρεψε να λήξει η χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν τον Δεκέμβριο του 2018, όταν οι Δημοκρατικοί αντιτάχθηκαν σθεναρά στα σχέδια του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το τείχος στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, οδηγώντας σε ένα αδιέξοδο που κράτησε 35 ημέρες.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ