Οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές απήγγειλαν κατηγορίες σε τέσσερα πρώην στελέχη εταιρείας για παράνομη πώληση λογισμικού στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας με σκοπό την κατασκοπεία της αντιπολίτευσης της χώρας, δήλωσαν αξιωματούχοι τη Δευτέρα.
Οι ύποπτοι ανήκαν στην FinFisher, μια εταιρεία με έδρα το Μόναχο που αναπτύσσει και πουλά κατασκοπευτικό λογισμικό σε υπηρεσίες επιβολής του νόμου και σε μυστικές υπηρεσίες.
Κατηγορούνται για παραβίαση της νομοθεσίας που απαγορεύει την πώληση προϊόντων «διπλής χρήσης», τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός εάν οι αρχές δώσουν έγκριση.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς του Μονάχου, η εταιρεία φέρεται να υπέγραψε σύμβαση αξίας άνω των πέντε εκατομμυρίων ευρώ το 2015 για την πώληση λογισμικού παρακολούθησης στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, μαζί με εκπαίδευση και υποστήριξη.
Το 2017, το λογισμικό “FinSpy” προσφέρθηκε σε ένα τουρκικό κίνημα της αντιπολίτευσης για λήψη από έναν ψεύτικο ιστότοπο «με ψευδείς προφάσεις, προκειμένου να τους κατασκοπεύσει», ανέφεραν οι εισαγγελείς.
Το κατασκοπευτικό λογισμικό επιτρέπει στους χρήστες του να αποκτήσουν τον έλεγχο υπολογιστών και smartphones και να παρακολουθούν τις επικοινωνίες.
Σε μια προσπάθεια να αποκρύψει την εμπλοκή της FinFisher, κατονόμασε μια βουλγαρική εταιρεία στο συμβόλαιο ως τον πωλητή του spyware.
Ούτε οι γερμανικές ούτε οι βουλγαρικές αρχές εξέδωσαν άδεια για την εξαγωγή του λογισμικού, δήλωσαν οι εισαγγελείς.
Οι γερμανικές αρχές άρχισαν να διεξάγουν έρευνα αφού τέσσερις ΜΚΟ που υπερασπίζονται την ελευθερία του Τύπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα υπέβαλαν καταγγελίες το 2019.
Οι κατηγορίες κατατέθηκαν στο περιφερειακό δικαστήριο του Μονάχου στις αρχές του μήνα.
Οι ανησυχίες σχετικά με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού αυξάνονται από το 2017, όταν μια κοινοπραξία μέσων ενημέρωσης διεξήγαγε έρευνα για το λογισμικό Pegasus.
Διαπίστωσε ότι το Pegasus χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες χώρες για την κατασκοπεία 180 δημοσιογράφων, 600 πολιτικών, 85 ακτιβιστών για τα δικαιώματα και 65 στελεχών επιχειρήσεων.