Όταν η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΕ στις 4 Ιουλίου 1990 υπήρχε τεράστιος ενθουσιασμός και μεγάλες προσδοκίες.
Στο πολιτικό πεδίο υπήρχε η πεποίθηση ότι το αξιακό σύστημα της ΕΕ καθώς και το διεθνές της εκτόπισμα θα συνέβαλλαν σε μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Παράλληλα εθεωρείτο ότι η συμμετοχή στην Ένωση θα ήταν ουσιαστικής σημασίας στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κράτους στην Κύπρο.
Η ένταξη της Κύπρου και άλλων εννέα χωρών έγινε την 1η Μαΐου 2004 στα πλαίσια της πέμπτης διερεύνησης της ΕΕ. Λίγες μέρες προηγουμένως, στις 24 Απριλίου 2004, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν απορρίψει το Σχέδιο Ανάν. Η εξέλιξη αυτή είχε διευκολύνει την Τουρκία να αποενοχοποιηθεί εν μέρει για τις ευθύνες της στην Κύπρο.
Όμως το Σχέδιο Ανάν δεν αποτελούσε επιλογή – καθώς τυχόν αποδοχή του θα οδηγούσε σε περιπέτειες ενώ θα υπέσκαπτε πολλά από τα οφέλη της ένταξης. Πάνω απ’ όλα η Κυπριακή Δημοκρατία θα διαλύονταν και θα αντικαθίστατο από ένα νέο κρατικό μόρφωμα στο οποίο καμία ουσιαστική απόφαση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της τουρκικής πλευράς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Μήνυμα- χαστούκι της ENI στην Τουρκία: Συνεχίζουμε σταθερά έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ
Υπογραμμίζεται επίσης ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εργάσθηκε με ζήλο για να ενταχθεί και στην Ευρωζώνη. Ο στόχος αυτός υλοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2008. Και στο πεδίο αυτό υπήρχαν υψηλές προσδοκίες. Συγκεκριμένα, εθεωρείτο ότι η αρχιτεκτονική της ΕΕ θα ενθάρρυνε μια πιο πειθαρχημένη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Πάνω απ’ όλα επιστεύετο ότι η υιοθέτηση του κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος θα συνέβαλλε σε μια ενοποιητική ομοσπονδιακή φιλοσοφία επίλυσης του Κυπριακού.
Είναι πολύ σημαντικό να αξιολογήσουμε τα δεδομένα ως έχουν σήμερα. Δεν είναι μόνο θέμα αποτίμησης της συμμετοχής της χώρας μας στην Ένωση. Πάνω απ’ όλα είναι σημαντικό να σχεδιάσουμε τη μελλοντική μας πορεία στην ΕΕ, αξιολογώντας όλα τα δεδομένα περιλαμβανομένων των δυνατοτήτων αλλά και των αδυναμιών της Ένωσης.
Όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 η πλειοψηφία των Κύπριων πίστευε ότι στην πορεία του χρόνου θα υπήρχε μια σημαντική βελτίωση των δεδομένων στο Κυπριακό. Και τούτο επειδή εξ ορισμού το υπό της Τουρκίας κατεχόμενο βόρειο μέρος της Κύπρου ήταν και είναι Ευρωπαϊκό έδαφος. Ως εκ τούτου η ίδια η Ένωση θα είχε την υποχρέωση να προωθήσει διαδικασίες και πολιτικές προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Εκ των υστέρων, 14 χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ, επικρατεί απογοήτευση σε σχέση με το Κυπριακό καθώς οι ελπίδες για μεγαλύτερη στήριξη από την Ένωση, εν πολλοίς, δεν επαληθεύτηκαν. Επιπρόσθετα, πολλές φορές οι πολίτες ένοιωσαν ότι υπήρχαν πολύ μεγαλύτερες πιέσεις από την ΕΕ έναντι της Κύπρου παρά έναντι της κατοχικής Τουρκίας.
Αλλά και στο θέμα της οικονομικής κρίσης υπήρξαν υπερβολές από την ΕΕ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπήρχαν σοβαρές ενδογενείς αιτίες για την κρίση. Όμως το πρόγραμμα εξυγίανσης δεν ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να δοθεί στην Κύπρο. Άλλωστε αγνοήθηκαν και οι εξωγενείς παράγοντες της κυπριακής κρίσης.
Εν ολίγοις μπορεί να λεχθεί ότι η τιμωρία που επέβαλαν οι εταίροι ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερη των αμαρτημάτων των Κυπρίων. Πάρα ταύτα, ενώ σήμερα πλανάται η σκιά του Ευρωσκεπτικισμού σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης της χώρας μας, η πλειοψηφία των πολιτών κατανοεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει μέσα από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να προωθήσει και να προασπίσει τα συμφέροντα της.
Παράλληλα η χώρα μας θα πρέπει να ενδυναμώσει και τις διμερείς της σχέσεις με χώρες εντός και εκτός της ΕΕ για να πετύχει τους στόχους της. Πέραν των χωρών της Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Βρετανία, την Ινδία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να καταστεί ένα κράτος πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται επίσης ένα αφήγημα εφ’ όλης της ύλης που θα της επιτρέπει να διεκδικεί και να προασπίζεται τα συμφέροντα της με αξιοπιστία και αξιοπρέπεια. Τέλος είναι επίσης σημαντικό όπως η Κύπρος αποκτήσει ένα ιδιαίτερο ρόλο, μεγαλύτερο του μεγέθους της, στην ΕΕ αλλά και στη διεθνή κοινότητα.
Από τον Ανδρέα Θεοφάνους όπως δημοσιεύτηκε στο militaire.gr