Δύο χρόνια μετά τις συντονισμένες επιθέσεις των τζιχαντιστών που συγκλόνισαν το Παρίσι και στοίχισαν τη ζωή σε 130 ανθρώπους, Γάλλοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι το επίπεδο της «εσωτερικής απειλής» παραμένει σημαντικά υψηλό στη χώρα.
Με την οργάνωση να χάνει έδαφος στο Ιράκ και τη Συρία, εκατοντάδες Γάλλοι πολίτες - σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά τους - αναμένεται να επιστρέψουν στη Γαλλία, φέρνοντας τη γαλλική κυβέρνηση σε δίλημμα σχετικά με τον τρόπο που θα τους αντιμετωπίσει.
Για πρώτη φορά με την ιδιότητα του προέδρου, ο Εμανουέλ Μακρόν θα αποτίσει φόρο τιμής αύριο Δευτέρα στα θύματα των τζιχαντιστών που αιματοκύλισαν το Παρίσι και το Σεν Ντενίς τη 13η Νοεμβρίου του 2015.
Η επίθεση, η πλέον πολύνεκρη σε γαλλικό έδαφος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε τις αρχές της χώρας στην απόφαση να συμμετάσχουν στον διεθνή συνασπισμό που πολεμά το Ισλαμικό Κράτος και άλλες οργανώσεις στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη και σε άλλες χώρες.
Επιπλέον, το νομοθετικό πλαίσιο που στοχεύει στην πρόληψη και αποτροπή τέτοιων επιθέσεων κατέστη αυστηρότερο. Ο πιο πρόσφατος νόμος που ετέθη σε ισχύ αυτόν τον μήνα δίνει στην αστυνομία περαιτέρω εξουσίες προκειμένου να διεξάγει έρευνες σε σπίτια, να παρακολουθεί υπόπτους και να κλείνει τεμένη ή άλλους χώρους σε βάρος των οποίων υπάρχει υποψία ότι υποκινούν το μίσος.
Οι συντηρητικοί πολιτικοί υποστηρίζουν ότι η νομοθεσία δεν είναι τόσο αυστηρή, ενώ αντιθέτως οι οργανώσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφράζουν ανησυχία, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη ελευθερία στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, εντούτοις, τα πρόσθετα μέτρα ασφαλείας βοήθησαν τις υπηρεσίες πληροφοριών να αποτρέψουν περισσότερες από 30 επιθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Την περασμένη εβδομάδα η αστυνομία συνέλαβε εννέα ανθρώπους και προσήγαγε άλλον έναν στην Ελβετία σε μια συντονισμένη αντιτρομοκρατική επιχείρηση.
Ο γενικός εισαγγελέας Φρανσουά Μολέν επισημαίνει ότι την ώρα που μεγαλύτεροι πυρήνες συνεχίζουν να συνωμοτούν, είναι πιθανόν να διαπραχθούν νέες επιθέσεις από «μοναχικούς λύκους» που θα χρησιμοποιήσουν μεθόδους «χαμηλού κόστους» όπως αυτοκίνητα ή μαχαίρια για να σκοτώσουν.
«Είμαστε μάρτυρες μιας νέας φάσης μεμονωμένων επιθέσεων, 11 στον αριθμό από τις αρχές του έτους, κάτι που επιβεβαιώνει την ιδέας μιας ολοένα κι αυξανόμενης ενδογενούς απειλής» τόνισε ο ίδιος μιλώντας στο ραδιοφωνικό δίκτυο franceinfo.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν στις αρχές και οι προθέσεις των εκατοντάδων Γάλλων πολιτών που πήγαν να πολεμήσουν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους και ενδέχεται τώρα να επιδιώξουν να επιστρέψουν πίσω, καθώς η τζιχαντιστική οργάνωση έχει απωλέσει σχεδόν όλα της τα εδάφη στο αυτοαποκαλούμενο χαλιφάτο της στη Συρία και το Ιράκ.
Σε επίσκεψη στο Άμπου Ντάμπι την περασμένη εβδομάδα, ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν επισήμανε η επιστροφή των προσώπων αυτών θα εξεταστεί «ανά περίπτωση».
«Ορισμένοι εξ αυτών θα επιστρέψουν (με δικά τους μέσα), άλλοι θα επαναπατριστούν και ορισμένοι, σε ειδικές περιπτώσεις, θα δικαστούν με τις οικογένειές τους στις χώρες που βρίσκονται, ιδίως το Ιράκ» είχε εξηγήσει.
Ο Γάλλος εισαγγελέας σημείωσε από την πλευρά του ότι οι μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας υπολογίζουν ότι περίπου 690 Γάλλοι υπήκοοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο Ιράκ και τη Συρία, μεταξύ αυτών 295 γυναίκες. Οι εκτιμήσεις από τα τέλη του 2015 έκαναν λόγο για περίπου 2000 Γάλλους πολίτες στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους.
«Η πλειονότητα εξ αυτών δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη Γαλλία δεδομένων των νομικών διαδικασιών ενώπιον των οποίων θα βρεθούν αντιμέτωποι μόλις επιστρέψουν. Ωστόσο ορισμένες γυναίκες, χήρες, με τα παιδιά τους, τείνουν στο να επιστρέψουν» τόνισε ο Μολέν.
«Δεν πρέπει να είμαστε αφελείς. Αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που είναι περισσότερο "απογοητευμένοι" παρά "μετανιωμένοι"».