Ζούμε στα χρόνια όπου η γενιά μου, η «γενιά της χιλιετίας» (όπως ονομάζεται στην Πολιτική Επιστήμη και περιλαμβάνει όσους γεννηθήκαν από το 1981 έως τα τέλη της δεκαετίας του '90), αναμένεται να αποτελέσει το μεγαλύτερο πληθυσμιακά τμήμα της Κοινωνίας μας τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό που διαχωρίζει τη γενιά αυτή από τις προηγούμενες, είναι ότι καλούμαστε να αναλάβουμε το ρόλο μας στην ιστορικά χειρότερη περίοδο της Οικονομίας της Ελλάδος, τα τελευταία τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Συγκριτικά με τους γονείς μας (όταν βρέθηκαν στην αντίστοιχη θέση μ' εμάς τις δεκαετίες του '70 και του '80), θα πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε ένα δεκαπλάσιο (!!!) χρέος σε σχέση με την παραγωγικότητα της Οικονομίας (το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ πήγε από το 18% στις αρχές του 1970 στο 190% σήμερα), με σαφώς πιο περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης σε εργασιακές σχέσεις πλήρους απασχόλησης και με τις κατώτατες πραγματικές αποδοχές μικρότερες κατά 25% έναντι των αρχών της δεκαετίας του '80 (πηγή: Η Ελλάδα σε αριθμούς, ΕΛ. ΣΤΑΤ.).
Σ' αυτό δε το πραγματικό χρέος δεν συνυπολογίζεται ένα δυναμικό τμήμα του, που εκτιμάται ότι θα προκληθεί από την αδυναμία υποστήριξης τα επόμενα χρόνια της «υπερ-συνταξιοδότησης» της προ-προηγούμενης γενιάς (είτε αυτή προήλθε από παροχή συντάξεων δυσανάλογα μεγάλων σε σχέση με τις εισπραχθείσες εισφορές είτε από πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ή/και από λανθασμένες επιλογές τοποθέτησης των αποθεματικών των Ταμείων). Απ' όποια αιτία κι αν προέρχεται αυτό, σίγουρα πάντως όχι από διαχειριστικές επιλογές της γενιάς μου, αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση όπου ακόμα κι αν με κάποιον μαγικό τρόπο μηδενίζαμε κυριολεκτικά την ανεργία, με 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους, θα είχαμε μια σχέση συνταξιούχους προς εργαζομένους 1 προς 2,2-2,5 (πηγή: Ετήσια Έκθεση 2015 ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Επισημαίνω εδώ, ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός στο ασφαλιστικό, για να γνωρίζει ότι η βιωσιμότητα του συστήματος ορίζεται περίπου σε 1 συνταξιούχο για κάθε 3,5 εργαζομένους.
Κι αν τα παραπάνω φαντάζουν ήδη δυσεπίλυτα, είναι μέρος μόνο της προβληματικής κατάστασης που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Δεν μιλήσαμε ούτε για το μελλοντικό κόστος της αποσάθρωσης της Παιδείας σε όλα τα επίπεδα, ούτε για το μελλοντικό κόστος των περιβαλλοντολογικών επιπτώσεων των –χωρίς στιβαρό σχεδιασμό- επιλογών δόμησης του παρελθόντος, ούτε, γενικά, για όλες τις επιλογές, πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που διαμορφώνονται εδώ και πολλά χρόνια και που τις επιπτώσεις τους παρακολουθούμε σαστισμένοι σήμερα υπό μορφή τραγωδίας.
Η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη ώστε η στρατηγική της «ήπιας προσαρμογής» που κυριαρχούσε κατά τα προηγούμενα χρόνια ως δόγμα πολιτικής, δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί επιλογή. Σε πολλά θέματα πρέπει να ξαναγράψουμε τις πολιτικές μας «σε λευκό χαρτί», ρηξικέλευθα.
Στο σημείο αυτό έρχεται ν' αναδειχτεί ο ρόλος της γενιάς μου, της γενιάς που μπορεί. Έχουμε το δικαίωμα ν' ασχοληθούμε, γιατί αυτά που διαμορφώνονται σήμερα, θα τα θερίσουμε εμείς αύριο. Έχουμε το πλεονέκτημα της πολιτικά αφόρτιστης -στην πλειονότητά μας- σκέψης, γιατί οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της γενιάς του Πολυτεχνείου, δεν μας αφορούν κι, εξάλλου, δεν φαίνεται να λειτούργησαν και ιδιαιτέρα εποικοδομητικά στην ισχυροποίηση του κοινωνικού μας ιστού. Είμαστε η γενιά με τις περισσότερες σπουδές από κάθε προηγούμενη, με την τεχνολογική επανάσταση του διαδικτύου ενσωματωμένη στο DNA μας. Έχουμε λοιπόν την ικανότητα μιας φρέσκιας προσέγγισης στην καθημερινότητα, όπου τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα της ενδεχόμενης συμβολής των νέων τεχνολογιών.
Δεν αμφισβητούμε Αρχές, αμφισβητούμε όμως σίγουρα λειτουργίες. Οι εμπειρίες μου τόσο από τα ακαδημαϊκά μου χρόνια όσο και από τα πρώτα επαγγελματικά βήματα είναι ότι οι περισσότεροι Θεσμοί (Πανεπιστήμια, Δημόσιοι Οργανισμοί κλπ.) κινούνται σε ράγες γνώσης που η τεχνολογία έχει καταστήσει εδώ και πολύ καιρό παρωχημένη και αυτή είναι μια από τις βασικές αιτίες που έχουμε τόση αναποτελεσματικότητα. Εμείς μπορούμε να αλλάξουμε αυτόν το σχεδιασμό γιατί γνωρίζουμε τον τρόπο, αρκεί να βγούμε στο προσκήνιο, ανοιχτά, να ξεδιπλώσουμε τις δεξιότητες μας.
Το οφείλουμε (στους εαυτούς μας αρχικά) ως γενιά να αρχίσουμε να βρισκόμαστε μεταξύ μας, να συζητάμε τα προβλήματά, να προτείνουμε λύσεις, να τις φέρνουμε κατόπιν στο δημόσιο διάλογο για να δούμε αν μπορούμε να τις υλοποιήσουμε και με τι κόστος. Κι αυτό πρέπει να γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας, σε επίπεδο οικογένειας, παρέας, αστικού συνόλου, Χώρας. Γιατί στην Ελλάδα μας, οι παρέες έχουν γράψει την Ιστορία και το ίδιο μπορεί να γίνει ξανά και στο μέλλον.
Σ' αυτή την προσπάθεια σημαντικό ρόλο θα έχουν και οι φίλοι μας που κατά εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα. Θα πρέπει να τους δίνουμε τα ερεθίσματα ότι κάτι δημιουργικό αναπτύσσεται ξανά εδώ, να συμμετέχουν κι αυτοί, να μας μεταφέρουν τεχνογνωσία και καλές πρακτικές των χωρών στις οποίες διαμένουν. Γιατί μόνο έτσι θα μετατρέψουμε την μάστιγα του "brain drain" (σσ.: απώλεια μυαλών και –γενικότερα- νέας γενιάς προς άλλες χώρες) σε "brain gain" (σσ.: κέρδος μυαλών).
Δεν είμαστε αντίπαλοι με τους γονείς μας, αλλά ήρθε η ώρα να καθίσουμε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, μικροί-μεγάλοι, και να αναρωτηθούμε «πού πάμε;», «πού θα θέλαμε να πάμε;» και «ποιο είναι το κόστος και οι ενέργειες που πρέπει να κάνει ο καθένας μας για να πάμε εκεί που αποφασίσαμε;». Και έχει παρέλθει η εποχή που ο καθορισμός του αποτελέσματος αυτής της συζήτησης θα βασίζεται στην επιλογή του ιδεολογικού πρόσημου. Δεν είναι πρόβλημά μας πια ο καθορισμός του επιθετικού προσδιορισμού της Ιδεολογίας του Φιλελευθερισμού (ή όποιας άλλης πολιτικής φιλοσοφίας). Στο πλαίσιο αυτό με κάλυψε η τοποθέτηση-κάλεσμα του Κυρ. Μητσοτάκη στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, όπου πήγε τη συζήτηση της γενιάς μου στη ρεαλιστική της βάση: στον αγώνα για εξεύρεση λύσης. Στο καράβι που είμαστε όλοι μας, μέσα στη θαλασσοταραχή, δεν έχει νόημα αν είμαστε στη δεξιά πλευρά, στην αριστερή ή στο κέντρο ή αν μπήκαμε στην αρχή του ταξιδιού ή μετά. Και ο μόνος τρόπος για να βγούμε σε ασφαλές λιμάνι είναι συνεργαζόμενοι, κάνοντας την αυτοκριτική μας με βάση την αλήθεια και τη δημιουργικότητα και εχθρό μας το λαϊκισμό και το διχασμό.
Πάντα όταν σκέφτομαι το μέλλον της Χώρας μας, μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του George Bernard Shaw, ότι «η Δημοκρατία είναι ο θεσμός που εξασφαλίζει πως θα κυβερνηθούμε όχι καλύτερα απ' όσο αξίζουμε», στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω ότι αξίζουμε τα καλύτερα αρκεί έγκαιρα να αντιληφθούμε ότι το συμβόλαιο που θα υπογράφουν οι Κυβερνήσεις από εδώ και πέρα δεν θα πρέπει να είναι απλά κοινωνικό, αλλά και διαγενεακό.
*Ο Χρήστος Κρητικός είναι Βιοχημικός με MSc στην «Εφαρμοσμένη Δημόσια Υγεία και Περιβαλλοντολογική Υγιεινή» της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συμμετέχει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων για στελέχη του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Ως νέος επιχειρηματίας, ασχολείται και με την ίδρυση και οργάνωση ενός συλλόγου νέων επιχειρηματιών και επιστημόνων στη Θεσσαλία.