Ο Γιάννος Παπαντωνίου εκπροσωπεί μια εποχή στην οποία πίσω από τη βιτρίνα του 'εκσυγχρονισμού' οργανώθηκε η μεγαλύτερη λεηλασία δημοσίου χρήματος. Δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσει η Δικαιοσύνη για τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία βαρύνεται ο πρώτος τη τάξει υπουργός του Σημίτη, ομοϊδεάτης του, υποστηρικτής και κάποια περίοδο ορεγόμενος τη διαδοχή του.
Ο Γιάννος Παπαντωνίου εκπροσωπεί μια εποχή στην οποία πίσω από τη βιτρίνα του 'εκσυγχρονισμού' οργανώθηκε η μεγαλύτερη λεηλασία δημοσίου χρήματος. Δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσει η Δικαιοσύνη για τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία βαρύνεται ο πρώτος τη τάξει υπουργός του Σημίτη, ομοϊδεάτης του, υποστηρικτής και κάποια περίοδο ορεγόμενος τη διαδοχή του.
Το τεκμήριο αθωότητας για το συγκεκριμένο κατηγορητήριο προφανώς υφίσταται. Μιλάμε όμως για εποχή από κάρβουνο κι όχι από «χρυσάφι» όπως περιέφεραν οι τελάληδές της. Ο «εκσυγχρονισμός» απέληξε σε οργανωμένη επέλαση στο χρήμα που προορίζονταν για την κοινωνία.
Οι πόροι από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα κοινοτικά κονδύλια, και τις τράπεζες – αλλά και ιδιωτικό χρήμα με τη βίαια αναδιανομή μέσω της «άνοιξης» του Χρηματιστηρίου- κατέληξε σε τσέπες και ένα μέρος του στο εξωτερικό. Ο Γιάννος Παπαντωνίου είχε επιτελικό ρόλο αυτή την περίοδο στον κυβερνητικό μηχανισμό.Ήταν η άλλη όψη του νομίσματος που είχε από τη μια πλευρά τη μορφή του Κ. Σημίτη.
Αυτή η περίοδος προβλήθηκε ως η «καλύτερη Ελλάδα». Μπαλαμούτι. Υποκρισία και ψιμυθίωση. Είναι η εποχή της διαφθοράς, της σήψης και της διαπλοκής. Οι καταφερτζήδες ενθυλάκωσαν τα λεφτά που προορίζονταν για υποδομές, κοινωνικές ανάγκες, υποχρεώσεις του δημοσίου. Έγιναν μεγάλες περιουσίες και δημιουργήθηκε μια ευρεία κάστα νεόπλουτων.
Άνθρωποι που δεν θα τους έδινες το χέρι σου, χωρίς σπουδές, χωρίς προϋποθέσεις πλούτισαν χωρίς κόπο. «Παίζοντας» στο χρηματιστήριο, εξασφαλίζοντας κρατικές προμήθειες- από το κέντρο ως την εσχάτη περιφέρεια- αρπάζοντας «προγράμμα» από τα κοινοτικά ταμεία, διασφαλίζοντας δάνεια και επιδοτήσεις αναπτυξιακών υποτίθεται νόμων. Ή απλώς παίρνοντας μίζες για διαμεσολαβήσεις.
Τα μεσημέρια η Βουλή και τα υπουργικά γραφεία αδειάζαν και η εντολή «πούλα-πούλα» έγινε κοινό πολιτικό σύνθημα. Η πολιτική έγινε μπίζνες, συναλλαγή, ευκαιρία για καριέρα, μάρκετινγκ. Για ψηφοθηρία, αλλά και για να δικαιολογηθεί το κατοπινό «μαζί τα φάγαμε» οι μισθοί έγιναν αερόστατα, οι συντάξεις απονέμονταν με νόμους και αυξάνοντας με υπουργικές αποφάσεις, τα «κασέ» των κατ απονομή κρατικών στελεχών ανέβαιναν.
Ο δημόσιος τομέας συμπαρέσυρε και τον ιδιωτικό και το πάρτι μεγάλωσε. Όλοι οι καλοί-ημέτεροι- χωρούσαν. Λεφτά υπήρχαν. Αυτή την εποχή ένα μεγάλο μέρος από όσους έμπαιναν στην πολιτική το έκαναν για να βγάλουν λεφτά, δεδομένου ότι πράγματι υπήρχαν πολιτικοί που έβγαζαν λεφτά. Για όποιον έβαζε το χέρι στο μέλι η ατιμωρησία ήταν η διασφαλισμένη ατιμωρησία.
«Όταν είπα στο Εκτελεστικό Γραφείο στον Σημίτη ότι υπάρχει διαφθορά , ενοχλήθηκε ,- όχι γιατί υπάρχει αλλά γιατί το είπα», εξομολογήθηκε ο Θ. Πάγκαλος.
Η πολιτική, η δημοσιογραφία, η οικονομία, ακόμη και ο πολιτισμός υποτάχθηκαν στο ιμπέριουμ ενός συστήματος που ξεκίνησε με τη διαρχία της συγκυβέρνησης πολιτικών και επιχειρηματιών και απέληξε στην πλήρη επικράτηση των δεύτερων.
Αυτή την περίοδο έγινε πανίσχυρο το σύστημα που ο Κώστας Μητσοτάκης είχε ονομάζει «διαπλεκόμενα συμφέροντα»- ' οργισμένος γιατί τον έριξαν δια του Σαμαρά, όχι γιατί είχε αλλά πρόβλημα μαζί τους. Είχαν κράτος και βασίλειο αυτοί που ο Κώστας Καραμανλής χαρακτήρισε «νταβατζήδες» και προέβαλαν πλέον την αξίωση εκτός από τα λεφτά και τις προμήθειες, να έχουν λόγο στη διακυβέρνηση, να υποδεικνύουν πολιτικές και να τοποθετούν υπουργούς.
Βοούσε ο κόσμος, «αυτός είναι του τάδε» μετά από κάθε ανασχηματισμό. Έτσι η Ελλάδα κυβερνήθηκε για μεγάλο διάστημα από έναν ιδιότυπο κοινοβουλευτισμό. Από τη μια το κυβερνών κόμμα απέκτησε ομοσπονδιακό χαρακτήρα -με ποσοστώσεις θέσεων και τη κυβέρνηση και το κράτος για τις ομάδες του- και από την άλλη η Βουλή εκτός από τους κάθετους διαχωρισμούς δια των κομμάτων, τεμνόταν και οριζοντίως με τις διακομματικές «κοινοβουλευτικές ομάδες» επιχειρηματιών που έφταναν ως το οβάλ τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου.
Είναι η εποχή που εμφανίζονται οι «πολιτικοί με σπόνσορες». Ο «εκσυγχρονισμός» -που δεν έγινε ποτέ- συσπείρωνε τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία της χώρας, που επικράτησαν σύντομα όσων πραγματικά πίστεψαν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ήταν το κέλυφος για να καλυφθεί η δράση όσων ενδιαφερόταν κυρίως για «δουλειές».
Το σύστημα Σημίτη, προέκτεινε τη σήψη που έχει ενσκήψει τα τελευταία χρονιά του ασθενούντος Παπανδρέου, τον αγοραίο χαρακτήρα της πολιτικής που είχε επικρατήσει επί Μητσοτάκη, πάντα με φόντο την αντιφατική περίοδο της Αλλαγής όταν η αναδιάρθρωση των εισοδημάτων, χάθηκε στη σπατάλη και την κακοδιαχείριση.
Επί «εκσυγχρονισμού» καταλύθηκε η αυτονομία των κομμάτων καθώς ισχυροί μιντιακοί και οικονομικοί παράγοντες της εποχής εισόρμησαν στο εσωτερικό τους και απέκτησαν στάτους συνομιλητή με της ηγεσίες τους. Θα τολμούσε παλιότερα επιχειρηματίας να τηλεφωνήσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η στον Ανδρέα Παπανδρέου για... υποδείξεις; Ο Σημίτης πήγαινε στο σπίτι τους.
Πίσω από μια επίφαση «αριστοκρατικής» και «σύγχρονης» αντίληψης για την πολιτική εδραιώθηκαν οι πιο χυδαίες και παρεμβατικές πρακτικές -ειδικά στα ΜΜΕ. Στην πολιτική σκηνή νομιμοποιήθηκε η χύδην ρητορική του -«πικραμένου» από τον Ανδρέα- Βαγγέλη Γιαννοπούλου, ημιεπίσημου πορτ-παρόλ του Κ. Σημίτη όταν διεκδικούσε την πρωθυπουργία.
Το ΠΑΣΟΚ αλλοιώθηκε. Όσα πολιτικά στελέχη είχαν διασωθεί από την επέλαση των «Κεντρώων βγήκαν στο περιθώριο. Πρόσωπα με πολιτική κουλτούρα και αγωνιστική παράδοση- όπως ο Τζουμάκας και αργότερα ο Λαλιώτης- παρότι στηρίξαν τον Σημίτη, καρατομήθηκαν για να προετοιμαστεί το έδαφος που οδήγησε την παραλαβή και παράδοση ολοκλήρου κόμματος εξουσίας μέσα σε ένα .. διαμέρισμα.
Η πολιτική, η δημοσιογραφία, η οικονομία, ακόμη και ο πολιτισμός υποτάχθηκαν στο ιμπέριουμ ενός συστήματος που ξεκίνησε με τη διαρχία της συγκυβέρνησης πολιτικών και επιχειρηματιών και απέληξε στην πλήρη επικράτηση των δεύτερων που όριζαν εν πολλοίς από το προσωπικό των κοινοβουλευτικών ομάδων -δια του μηχανισμού προβολής που έλεγχαν- και τη σύνθεση του υπουργικού Συμβουλίου μέχρι τη... διαδοχή στις εσωκομματικές αρχαιρεσίες.
Το κράτος, το τραπεζικό σύστημα και η κοινοτική υπόσταση της χώρας ετέθησαν στην υπηρεσία τους και οποία κυβέρνηση διεκδικούσε την ανεξαρτησία της πολιτικής κατέληγε στα μανταλάκια και στα... μονοθεματικά δελτία ειδήσεων για «ξέσκισμα», ενώ ο Πρωθυπουργός έπρεπε να ... «ανοίξει τον τρίτο φάκελο».
Ήταν μια κακή περίοδος της πολιτικης. Λανσαρίζονταν με το αστραφτερό χαμόγελο Γιάννου και τα σελοφάν και τις καριέρες των χαρταετών με τις πλουμιστές ουρές του «σημιτικού πυρήνα»του εκσυγχρονισμού -κατά τη διατύπωση του Κ. Σκανδαλίδη-, αλλά και την ανάδειξη των «υβριδίων του Μίλερ, όπως έλεγε ο Κ. Λαλιώτης.
Αυτή η περίοδος με τον Γιάννο μεσουράνησε με τον Γιάννο μπαίνει στη φάση της αποδρομής -με τα φαντάσματά της επί σκηνής για τον τελευταίο χορό με τη σκιά τους.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ