Οι πρόσφατες εξελίξεις του «Ουκρανικού» και οι πολεμικές επιχειρήσεις που λαμβάνουν χώρα σε ένα γενικευμένο θέατρο πολέμου με την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στο ουκρανικό έδαφος, εγείρουν και πάλι το «ζήτημα» εάν μπορεί να υπάρξει «ευρωπαϊκός στρατός» στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Καταρχάς επισημειώνεται ότι η Γερμανία αποφάσισε αυτοτελή εξοπλισμό της τάξης των 100 δις ευρώ. Τούτη η εξέλιξη επαναφέρει το ζήτημα πως κάθε κράτος – μέλος μεριμνά περί την δική του άμυνα. Ιστορικώς δε αδιστάκτως βέβαιο είναι ότι η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης, ειδικά μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχ, εκχώρησε όλο τον «θεωρητικά» υφιστάμενο «αμυντικό πυλώνα» της στο ΝΑΤΟ, δηλαδή: α) στην «Βορείο-Ατλαντική Συμμαχία», με τις εμπειρίες της παθογένειας της και β) στην από καθέδρας άσκηση πολιτικών μέσω της Ουάσινγκτον και του Πενταγώνου.
Ιδού εν συντομία οι εξελίξεις από το Μάαστριχτ και μετά, καθόσον υπάρχουν ζητήματα που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό:
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ: SCENGEN ΚΑΙ FRONTEX
Αρχικώς πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο «χώρος Σένγκεν», που συνομολογήθηκε στο Σένγκεν του Λουξεμβούργου, προδήλως αφορά « το χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα» στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οργανώθηκε δε αυτό το σύστημα του χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα,για την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα-υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Διαπιστώθηκε δε ότι προκειμένου να είναι αποτελεσματικό το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (Schengen Information System - SIS) αλλά και για λόγους ευρύτερους που αφορούν στην κοινωνική συνοχή, θα έπρεπε να εξασφαλιστούν κατά τρόπο επίσης αποτελεσματικό τα εξωτερικά σύνορα.
Έτσι ιδρύθηκε ο Frontex (Frontières Εxtèrieures) που αφορά Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Εuropean Border and CoastGuard -EBCG),που αποστολή του έχει να συνδράμει τα κράτη-μέλη και τις συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν στην προστασία των εξωτερικών συνόρων λόγω της ελεύθερης κυκλοφορίας, χάριν των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως οι Θεσμοί-Οργανισμοί αυτοί δεν αφορούν στρατιωτικές δυνάμεις ή αμυντική οχύρωση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το παρόν κείμενο εστιάζει αποκλειστικώς στο αντικείμενο που αφορά στην εν γένει ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης-και στο κατά πόσο δηλαδή μπορεί και πρέπει να δημιουργεί ευρωπαϊκός στρατός. Με τούτα ως προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις πρόνοιες μέσω του ελέγχου της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα ασύμμετρων εξοπλισμών, επέβαλε στην κυρίαρχη πολιτική τάξη λόγω των συνεπειών του πολέμου, την ανάγκη δημιουργίας «αμυντικού Πυλώνα» μέσω της «Συνθήκης των Βρυξελών» (1948).
Η Συνθήκη αυτή ήταν αμιγώς αμυντική και αφορούσε αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση εξωτερικής ένοπλης επίθεσης. Απαρτιζόταν δε από τις χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία ,Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο), καθώς και από τη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο) και τη Γαλλία.
Ωστόσο οι προβληματισμοί της κυρίαρχης πολιτικής τάξης αφορούσαν και ιδιαίτερες πρόνοιες για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (European Defense Community-ΕΑΚ-EDC).
Ένα τέτοιο σχέδιο για τη σύσταση ΕΑΚ προτάθηκε ήδη από το 1952 από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ενώ θιασώτης για τη δημιουργία ΕΑΚ ήταν και ο Ουίστον Τσώρτσιλ. Αντικειμενικός στόχος της ΕΑΚ ήταν ο σχηματισμός πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης με συμμετοχή του Βελγίου, της Ολλανδίας , του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Η περίοδος εκείνη δεν αφορούσε μόνο προβληματισμούς και πρόνοιες των Ευρωπαίων πολιτικών. Αφορούσε και από καθέδρας παρεμβάσεις των ΗΠΑ (στο πλαίσιο Νατοϊκών σχεδιασμών) που απαιτούσαν τη συμμετοχή σε αμυντικό Πυλώνα ακόμη και της τότε Δυτικής Γερμανίας, σε περίπτωση που θα ελάμβανε σύγκρουση με την τότε Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, το σύνολο των προνοιών και προβληματισμών ήταν ενταγμένο αμιγώς στο πλαίσιο ψυχροπολεμικών πολιτικών.
Οι διαβουλεύσεις, όμως, κατά το μέρος που αφορούσαν στη «Συνθήκη των Βρυξελών», συνεχίστηκαν μέσω της «τροποποιητικής Συνθήκης των Βρυξελών» (1954) με τη συμμετοχή πλέον, λόγω απαίτησης των ΗΠΑ, πέραν των προαναφερομένων χωρών που συμμετείχαν στη Συμφωνία του 1948, και άλλων χωρών, ήτοι της Ιταλίας καθώς και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Τούτα όμως τα δεδομένα διαμόρφωσαν τελικώς τις προϋποθέσεις ώστε να συσταθεί η «Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση»-«Western European Union» (ΔΕΕ -WEU). Η ΔΕΕ δε, προδήλως ήταν προϊόν των απαιτήσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα Θεσμικά Όργανα της ΔΕΕ, λόγω των νέων πολιτικών και νομικών συνθηκών, σταδιακώς υπήχθησαν στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας στο πλαίσιο ευρωπαϊκών πολιτικών. Ειδικότερα η θεσμοθέτηση της ρήτρας αλληλεγγύης (ως βασικού κανόνα δικαίου) και η δημιουργία του διακυβερνητικού Πυλώνα άσκησης πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αποδυνάμωσαν ουσιωδώς την αναγκαιότητα της ΔΕΕ, με κατάληξη την απορρόφηση των λειτουργιών της από το σχετικό Πυλώνα.
Ωστόσο, προεργασία προς την κατεύθυνση της απορρόφησης των λειτουργιών της ΔΕΕ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφορούν σημαντικές προπαρασκευαστικές πράξεις. Ειδικότερη αναφορά γίνεται:
α) στην «Έκθεση Νταβινιόν», η οποία υπεβλήθη το 1970 στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου και αποτέλεσε την απαρχή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), η οποία λειτούργησε ανεπισήμως από το 1970. Θεσμοθετήθηκε, όμως, επισήμως στο Λουξεμβούργο το 1986, ως «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη»-«Single European Act» (ΕΕΠ-SEA).
Η ΕΠΣ θεωρήθηκε από την αρχή ένα βήμα προς την πολιτική ενοποίηση. Η «Έκθεση Νταβινιόν» (1970), που καθόριζε τη λειτουργία της πολιτικής ενοποίησης, συνέδεε την ενοποίηση αυτή άμεσα με την οικοδόμηση μιας, ενωμένης πλέον, Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, η δομή του νέου μηχανισμού ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και στόχευε μόνο στην «εναρμόνιση των απόψεων των κρατών-μελών σχετικά με τα διεθνή ζητήματα».
β) Τρία χρόνια αργότερα, στην «Έκθεση της Κοπεγχάγης» προστέθηκε μια πρόταση που δήλωνε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της διαδικασίας.
Φαίνεται λοιπόν ότι από την αρχή η ΕΠΣ ήταν ένας πραγματιστικός διακανονισμός μεταξύ φεντεραλιστών και διακυβερνητιστών, ο οποίος βασιζόταν σε δύο Πυλώνες: τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της και την αρχή της συναίνεσης μεταξύ των κρατών-μελών (υπ’ όψιν ότι οι Πυλώνες αυτοί με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχουν καταργηθεί).
Την 1η Μαρτίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε «Λευκή Βίβλο» σ’ ένα πολυσέλιδο κείμενο σχετικώς με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας έως το έτος 2025. Ενταύθα επισημειώνεται ότι διανύουμε το έτος 2021. Στο κείμενο αυτό γίνονται ειδικές αναφορές για την ανάγκη να προστατευθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από την τρομοκρατία, καθώς και από παραδοσιακές απειλές, αλλά και από ενδεχόμενες ασύμμετρες μορφές επίθεσης.
Μετά ταύτα την 7η Ιουνίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας», πράγμα που έτυχε θετικής ανταπόκρισης στο Συμβούλιο Κορυφής της 22ας Ιουνίου 2017.
Η ΕΝΙΑΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Τούτων δοθέντων και ειδικότερα με βάση την προαναφερόμενη «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», της οποίας η ισχύς έλαβε χώρα την 1η Ιουλίου 1987, υιοθετήθηκε το καθήκον για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, καθώς και για κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, ενώ με την ίδια Πράξη καθιερώθηκε η «εσωτερική αγορά» ως χώρος εσωτερικών συνόρων εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των ατόμων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων.
Περαιτέρω ως προς την ιστορικότητα του υπό ανάλυση ζητήματος, κύριοι σταθμοί είναι και οι εξής:
α) Η «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (1992-1993), εισήγαγε ως ενωσιακή λειτουργία τη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) στον επί τούτω διαμορφωμένο διακυβερνητικό Πυλώνα – ο οποίος, όπως προαναφέρεται, αργότερα καταργήθηκε. Υπ’ όψιν δε ότι με τη «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» ενώθηκαν οι τρεις Κοινότητες (ΕΥΡΑΤΟΜ-ΕΚΑΧ-ΕΟΚ) και θεσμοθετήθηκε συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης.
β) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ τον Ιούλιο του 1992 δεσμεύθηκε ώστε οι χώρες της ΔΕΕ να θέτουν στη διάθεση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατιωτικές μονάδες απ’ όλο το φάσμα των συμβατικών τους δυνάμεων, με σκοπό τις ανθρωπιστικές και ειρηνευτικές αποστολές, την πρόληψη συγκρούσεων και την αποστολή για ενέργειες που θα αφορούν την «σταθεροποίηση» στο «τέλος μιας σύγκρουσης»... Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, έλαβε χώρα δέσμευση εμπλοκής σε κατ’ ευθείαν πολεμικές επιχειρήσεις – χωρίς να διευκρινίζεται με απόλυτη ακρίβεια ο τρόπος της εμπλοκής.
γ) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ, στις 13 Νοεμβρίου 2000, συμφώνησε τη μεταφορά των προηγούμενων δεσμεύσεων και λειτουργιών της ΔΕΕ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, λόγω της εξέλιξης αυτής, αναπόφευκτη ήταν η κατάληξη της 30ης Ιουνίου 2011, οπότε η ΔΕΕ διαλύθηκε και επισήμως.
Η ΕΥΘΥΝΗ ΑΜΥΝΑΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ-ΜΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΑΤΟ
Με τη «Συνθήκη της Λισαβόνας» «επιβεβαιώθηκε» κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) που τυποποιείται στα άρθρα 42, 43, 44, 45 και 46 ΣΕΕ.
Επισημαίνεται δε δυνάμει της παρ. 7 του άρθρου 42 ΣΕΕ ότι:
« Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών…»
Για τη «δέσμευση» αυτή πρέπει να επισημειωθεί ότι απαιτείται ομοφωνία!
Οπότε αρκεί ένα και μόνο κράτος-μέλος να διαφωνεί ,προκειμένου η διάταξη αυτή να καταστεί άνευ ουσίας!
Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η θέσπιση αυτής της «υποχρέωσης» είναι αμφίβολο κατά πόσο συλλειτουργεί με την παρ. 2 του άρθρου 4 ΣΕΕ, όπου «ειδικότερα»=όρος της Συνθήκης, θεσπίζεται ότι: «η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους-μέλους». Αξιοσημείωτο είναι δε ότι με βάση την παρ. 2 του άρθρου 42 ΣΕΕ, επουδενί επηρεάζεται, αλλά αντιθέτως είναι αντικείμενο σεβασμού η υποχρέωση όποιου κράτους-μέλους θεωρεί ότι η άμυνα του υλοποιείται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
ΜΟΝΟ ΕΑΝ CASUS BELLI ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΜΕΛΟΥΣ ΑΦΟΡΑ ΕΥΘΕΩΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να καταστεί Συμπολιτεία, εάν δεν εγκαθιδρυθεί ευρωπαϊκός στρατός και εάν οποιοδήποτε casus belli κατά κράτους-μέλους δεν εκλαμβάνεται ως casus belli κατά όλων των κρατών-μελών και κατά της Ευρωπαίκής Ένωσης ως Συμπολιτείας!Στην παρούσα φάση δεν υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός, υπάρχει αντ’ αυτού το ΝΑΤΟ.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).