Στις 22 Ιανουαρίου 1944 ξεκινά η Μάχη του Άντζιο, με την απόβαση των Συμμάχων στην ομώνυμη περιοχή νοτίως της Ρώμης, μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης, και η εν συνεχεία σκληρότατη πορεία με σειρά μαχών για την απελευθέρωση της ιταλικής πρωτευούσης.
Αντικειμενικός σκοπός που ετέθη εξαρχής από Συμμαχικής πλευράς ήταν η υπερκέρασις των γερμανικών δυνάμεων του μετώπου βορείως της Νεαπόλεως και η κατάληψη της Ρώμης από τις δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν στο Άντζιο. Από το ανώτατο Συμμαχικό Επιτελείο η αποβατική επιχείρηση ορίστηκε για τις 22 Ιανουαρίου 1944, με ανώτερο τοπικό Διοικητή τον Υποστράτηγος John P. Lucas, ο οποίος διοικούσε το VI (6ο) Σώμα Στρατού των ΗΠΑ, με τον προαναφερθέντα αντικειμενικό σκοπό.
Η επιτυχία μιας αμφίβιας επιχειρήσεως στη συγκεκριμένη περιοχή, που είχε πολλά έλη και περιβαλλόταν από βουνά, εξαρτιόταν από το στοιχείο του αιφνιδιασμού και την ταχύτητα ενεργείας, με την οποία οι επιτιθέμενοι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να κινηθούν προς την ενδοχώρα, σε σχέση με τον χρόνο αντιδράσεως και την δύναμη των υπερασπιστών της τοποθεσίας. Κάθε καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος των επιτιθέμενων καθώς θα επέτρεπε στους αμυνόμενους να καταλάβουν τα δεσπόζοντα υψώματα και έτσι να παγιδέψουν στην ελώδη ζώνη μεταξύ βουνών και παραλίας τις συμμαχικές δυνάμεις.
Ο Αντιστράτηγος Mark W. Clark, Διοικητής της 5ης Στρατιάς των ΗΠΑ και προϊστάμενος του Υποστρατήγου Lucas, κατανοούσε μεν αυτήν την απειλή, αλλά δεν την μετέφερε με ευκρίνεια και ακρίβεια στον υφιστάμενό του.
Αποτέλεσμα αυτής της ασυνεννοησίας της ηγεσίας ήταν όπως η μεν αρχική απόβαση να πετύχει απολύτως αιφνιδιάζοντας πλήρως τους Γερμανούς, η δε εν συνεχεία εκμετάλλευση της αποβατικής ενεργείας και του αιφνιδιασμού των εχθρικών δυνάμεων ήταν μηδενική, καθώς ο Lucas αντί να δώσει εντολή να κυριευτούν ταχύτατα και με κάθε κόστος τα γύρο της ακτής αποβάσεως υψώματα, έδωσε εντολή τα στρατεύματά του να αρχίσουν να σκάβουν χαρακώματα, για να προστατεύσουν τα ακρότατα όρια του δημιουργηθέντος προγεφυρώματος, σε μήκος 11 χιλιομέτρων της ακτής, προκειμένου να το εξασφαλίσει έναντι πιθανής γερμανικής αντεπιθέσεως!
Παιδαριώδες λάθος, που τελικώς οι Σύμμαχοι το πλήρωσαν πολλαπλώς και σε χάσιμο πολύτιμου χρόνου, αλλά κυρίως σε σημαντικές απώλειες έμψυχου υλικού. Ενώ ο Υποστράτηγος Lucas αυτοπαγιδευόταν σκάβοντας χαρακώματα, ο Γερμανός Στρατάρχης (της Αεροπορίας) Άλμπερτ Κέσελρινγκ, ανώτατος Διοικητής της Βέρμαχτ στην Ιταλία, κατάλαβε ότι το κλειδί ήταν η άμυνα στην ακτή αποβάσεως. Για το λόγο αυτό μετέφερε ταχύτατα κάθε διαθέσιμη μονάδα του, καταλαμβάνοντας και οχυρώνοντας καλώς τα δεσπόζοντα της ακτής υψώματα. Από εκεί, οι μονάδες του πυροβολικού είχαν καθαρή εικόνα των Συμμαχικών θέσεων και κινήσεων στο προγεφύρωμα, που άρχισαν να το σφυροκοπούν ανελέητα. Επίσης, οι Γερμανοί με αντλίες πλημμύρισαν με θαλασσινό νερό το έλος παγιδεύοντας ουσιαστικώς τους Συμμάχους σε μία λιμνοθάλασσα και εξουδετερώνοντάς τους. Οι Γερμανοί εξαπέλυσαν τρεις συνολικώς αντεπιθέσεις για την εξάλειψη του συμμαχικού προγεφυρώματος, στις 31 Ιανουαρίου, 15 και 29 Φεβρουαρίου 1944, χωρίς όμως επιτυχία.
Οι μάχες, σκληρές αλλά στάσιμες,, δεν έφεραν αποτέλεσμα και οι Σύμμαχοι είχαν καθηλωθεί στην ακτή αποβάσεως. Στις 22 Φεβρουαρίου 1944, ένα μήνα μετά την απόβαση, αφαιρέθηκε η Διοίκηση από τον Υποστράτηγος Lucas επί του πεδίου της μάχης και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο ως τότε Διοικητής της 3ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ, Υποστράτηγος Lucian Truscott. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στο μεταξύ διεκόπησαν εξαιτίας των δυσμενέστατων καιρικών συνθηκών του συγκεκριμένου χειμώνα και της πληθώρας των βροχοπτώσεων!
Αυτές ξανάρχισαν στις αρχές του Μαΐου 1944, με νέο όμως λάθος από πλευράς της Συμμαχικής ηγεσίας. Αντί ο άξονας της επιθέσεως να κατευθυνθεί προς την ενδοχώρα και τα μετόπισθεν της 10ης Γερμανικής Στρατιάς που πολεμούσε στην επική μάχη του Μόντε Κασίνο, ώστε να την αποκόψει από τις γραμμές εφοδιασμού της και έτσι να παραδοθεί μία ώρα συντομότερα, με διαταγή του Αντιστρατήγου Clark, έστρεψε βορειοδυτικά, προς τη Ρώμη. Στις 25 Μαΐου 1944, το VI Αμερικανικό Σώμα ένωσε τις δυνάμεις του με το II (2ο) Αμερικανικό Σώμα Στρατού και από κοινού τα δύο Σώματα Στρατού εξαπέλυσαν επίθεση στα βορειοδυτικά και διέρρηξαν την τελευταία γερμανική γραμμή αντιστάσεως νοτίως της Ρώμης. Οι Γερμανοί κήρυξαν την ιταλική πρωτεύουσα ως «ανοχύρωτη πόλη», προκειμένου να αποτραπεί η καταστροφή κυρίως του κράτους του Βατικανού και ακολούθως και όλων των τεράστιων καλιτεχνικών και πολιτιστικών θησαυρών, αποσύροντας τα στρατεύματά τους. Στις 4 Ιουνίου 1944, η 88η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ απελευθέρωσε τη Ρώμη.
Το γεγονός αυτό είχε όμως ως αποτέλεσμα οι δυνάμεις της 10ης Γερμανικής Στρατιάς, που πολεμούσαν στο Μόντε Κασίνο να μπορέσουν να υποχωρήσουν τακτικώς, να αποσυρθούν και να επανενωθούν με τις υπόλοιπες γερμανικές δυνάμεις του Kesselring βορείως της ιταλικής πρωτεύουσας! Εκεί ανασυντάχθηκαν και κατάφεραν χάρη στην επιτυχή διοίκηση του Κέσσερλινγκ να υποχωρήσουν απολύτως συντεταγμένα στην επόμενη κύρια προετοιμασμένη γραμμή αμύνης, τη λεγόμενη «Γοτθική Γραμμή».