Στις 14 Νοεμβρίου του 565 μ.Χ. πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουστινιανός Α’ ο Μέγας, ένας από τους πιο σημαντικούς και για πολλούς λόγους αυτοκράτορες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την υπερχιλιετή ιστορία της, ο οποίος και μετά θάνατον αγιοποιήθηκε από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο Ιουστινιανός Α’ γεννήθηκε την 1η Αυγούστου 527 μ.Χ. και στη διάρκεια της ηγεμονίας του προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να ανακτήσει τα απωλεσθέντα τους προηγούμενους αιώνες δυτικά εδάφη της.
Από στρατιωτικής πλευράς η παρουσία του χαρακτηρίζεται ως απολύτως θετική, από πλευράς όμως γενικότερης παρουσίας του η εικόνα του μειώνεται καθώς ως προσωπικότητα υπήρξε εξαιρετικά φιλάργυρος, βίαιος και δολοπλόκος. Παρόλα αυτά η συνολική παρουσία του κρίνεται ως θετική και η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την «αποκατάσταση της αυτοκρατορίας».
Η εποχή που βασίλευσε σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη φάση μεταβάσεως από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο καθαρώς Βυζαντινό κράτος του Μεσαίωνα. Το διάστημα αυτό υπήρξε μια εποχή πλήρης ταραχών μεταξύ Χριστιανικών ομάδων, που πολλές φορές υποκινούνταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, ο οποίος δεν δίσταζε να επεμβαίνει στα Εκκλησιαστικά θέματα κατά το δοκούν και αναλόγως των δικών του συμφερόντων, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτόν τη θρησκεία.
Σε καθαρώς στρατιωτικό επίπεδο κατάφερε μετά από μακρόχρονους πολέμους εναντίον των Οστρογότθων και των Βανδάλων να επαναφέρει στην κυριαρχία του μεγάλες περιοχές της Δυτικής Αυτοκρατορίας που είχαν περιέλθει στην κατοχή Γερμανικών φυλών, ενώ στην Ανατολή αντιμετώπισε με επιτυχία των Περσικό κίνδυνο της δυναστείας των Σασσανιδών.
Σημαντικότατη κρίνεται η συμβολή του στη νομική ιστορία και επιστήμη, καθώς προχώρησε στην κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών, που προς τιμήν του ονομάστηκε «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» και ίσχυε για πολλούς αιώνες αργότερα, ενώ ήταν και ο τελευταίος Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος μιλούσε ως μητρική του γλώσσα τα Λατινικά, αν και η καθομιλουμένη στην αυτοκρατορία του ήταν πλέον η Ελληνική, γλώσσα που μιλούσε και ο ίδιος.
Ο Πέτρος, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ιουστινιανού, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ταυρήσιο και ήταν ανιψιός του στρατηγού και μετέπειτα Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α’. Το 518 μ.Χ., όταν ο θείος του έγινε Αυτοκράτωρ, ο ίδιος ονομάστηκε Πατρίκιος και αργότερα Κόμης των Δομεστίκων, όντας ο σημαντικότερος σύμβουλος του θείου του και ουσιαστικός αντιβασιλέας. Μάλιστα, το 527 μ.Χ., λίγο καιρό πριν τον θάνατο του θείου του, ονομάστηκε και «συναυτοκράτωρ», λαμβάνοντας το όνομα Ιουστινιανός, γεγονός που σημαίνει ότι έχει υιοθετηθεί από τον Ιουστίνο.
Το 524 μ.Χ. ο Ιουστινιανός παντρεύτηκε τη Θεωδώρα, η οποία ήταν ταπεινής καταγωγής, με σκοτεινό παρελθόν, αλλά εξαιρετικά φιλόδοξη, σκληρή, ραδιούργα, και ικανή, οξυδερκής και πάρα πολύ όμορφη.
Η πρώτη του ενέργεια ήταν η βελτίωση των οικονομικών της Αυτοκρατορίας, δια της εισπράξεως των φόρων, ώστε έτσι να διαθέτει χρήματα για όλες τις εν συνεχεία στρατιωτικές ενέργειες που σκόπευε να πραγματοποιήσει. Για το σκοπό αυτό ανέθεσε τη δουλειά αυτή στον Ιωάννη Καππαδόκη, ο οποίος πέτυχε με την αποστολή του, αλλά έγινε εξαιρετικά αντιπαθής στον λαό.
Την ίδια εποχή ανέθεσε στον νομομαθή Τριβωνιανό, την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, συντάσσοντας έτσι τον αποκλειθέντα «Ιουστινιάνειο Κώδικα».
Προκειμένου να μην διεξάγει διμέτωπο αγώνα, στην ανατολή αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες και το 532 μ.Χ. υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με τον Βασιλέα τους Χοσρόη Α’, γεγονός που του επέτρεψε στη συνέχεια να στραφεί απερίσπαστος στη Δύση για να πετύχει την ανακατάληψη των απολεσθέντων εδαφών της Αυτοκρατορίας (“Reconquista”).
Τον Ιανουάριο του 532 μ.Χ. ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως, και ο κόσμος ξεχύθηκε από τον ιππόδρομο στους δρόμους, έχοντας κατά νου τον Αυτοκράτορα και τον φοροεισπράχτορα Ι.Καππαδόκη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην πόλη και ανακηρύσσοντας «Αυτοκράτορα» τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α’. Η κατάσταση έγινε εκτός ελέγχου και προς στιγμή ο Ιουστινιανός σκέφτηκε να εγκαταλείψει το θρόνο για να σωθεί. Τότε μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει στην Κωνσταντινούπολη για μάχη μέχρις εσχάτων με τους στασιαστές. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδρου και του Διοικητή της φρουράς Στρατηγού Ναρσή, ο στρατός του Ιουστινιανού σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου άτομα, στασιαστές και μη, δίνοντας έτσι ένα αιματηρό τέλος στην πασίγνωστη έκτοτε «Στάση του Νίκα», που ονομάστηκε έτσι από τους στασιαστές εξαιτίας του συνθήματος που χρησιμοποιούσαν («Νίκα, νίκα»).
Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας στη διάρκεια της «Στάσεως του Νίκα» αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού, ο οποίος θα χρηματοδοτούνταν, όπως όλα τα μεγάλα έργα άλλωστε, από τα κρατικά ταμία με άγρια φορολογία πάνω στις πλάτες του αγανακτισμένου από την ανέχεια και εκμετάλλευση λαού.
Έτσι, την ίδια χρονιά, το 532 μ.Χ., οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και Ισίδωρος από τη Μίλητο, Μικρασιάτες αμφότεροι, ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής της μεγαλοπρεπούς Αγίας Σοφίας, που ολοκληρώνονται το 537 μ.Χ. με υλικό πρώτης ποιότητος, τα καλύτερα μάρμαρα από όλη την Ελλάδα και θαυμάσια ψηφιδωτά, που μέχρι σήμερα συγκινούν και προκαλούν δέος.
Η ανακατάληψη των δυτικών επαρχιών υπήρξε ένας άλλος βασικός σκοπός της πολιτικής του Ιουστινιανού. Ο Στρατηγός Βελισάριος εκστράτευσε εναντίον των Βανδάλων, κατακτά την Καρχηδόνα το 533 μ.Χ. και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο, όπου καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη μαχόμενος εναντίον των Οστρογότθων. Το 538 μ.Χ., ο Βελισάριος υποχρέωσε τους Γότθους σε υποχώρηση, στην κρίσιμη μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, όχι όμως και στην τελική ήττα τους, η οποία επετεύχθη αργότερα την ίδια χρονιά όταν κατάφερε με τέχνασμα να καταλάβει τη Ραβέννα, συλλαμβάνοντας τον Βασιλέα των Οστρογότθων Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας την ανακατάληψη της ιταλικής χερσονήσου για τον Ιουστινιανό.
Το 551 μ.Χ. ο Στρατηγός Ναρσής αντικαθιστά τον Βελισάριο, που είχε πέσει στη δυσμένεια της Θεοδώρας, και πετυχαίνει δύο σημαντικές νίκες εναντίον των εχθρών του Βυζαντίου στην Ιταλία (Μάχες των Βουσταγαλλώρων και Βεζουβίου),
σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας οριστικώς την αντίσταση των Οστρογότθων.
Το 551-555 μ.Χ. εκστρατευτικό σώμα υπό τον 80ετή Λιβέριο έφτασε στην Ιβηρική χερσόνησο εναντίον των Βησιγότθων (Δυτικών Γότθων), πετυχαίνοντας μέσω συμβιβασμού, το νότιο τέταρτο της Ισπανίας να γίνει Βυζαντινή επαρχία, ενώ το υπόλοιπο Βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.
Στην Ανατολή οι συγκρούσεις εναντίον των Περσών υπήρξαν συνεχείς και τις κληρονόμησε ο Ιουστινιανός από τον θείο του όταν τον διαδέχτηκε σε αυτόν. Τελικώς, ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α’ συμφώνησαν την επονομαζόμενη «Απέραντο Ειρήνη», το 532 μ.Χ., αλλά η επέμβαση των Βυζαντινών στα εσωτερικά της Αρμενίας, το 540 μ.Χ., πρόσφερε στον Χοσρόη την αφορμή για να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά του Βυζαντίου εισβάλλοντας την ίδια χρονιά στη Συρία, κυριεύοντας τις πλούσιες πόλεις του Χαλεπίου και της Αντιοχείας, που ήταν η Τρίτη πιο σημαντική πόλη της Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη και ο Βελισάριος, το 541 μ.Χ., ανακλήθηκε από την Ιταλία και εστάλη στην περιοχή για να σταματήσει τους Πέρσες, αλλά σύντομα ανακλήθηκε χωρίς να έχει σημειώσει κάποια σημαντική επιτυχία. Όμως οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες, ενώ και ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα. Έτσι το 551 μ.Χ. αρχικώς και το 557 μ.Χ. ακολούθως, ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 μ.Χ., ενώ το 562 μ.Χ. υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.
Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες στην Ιβηρική χερσόνησο, καθιστώντας έτσι τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο «Βυζαντινές θάλασσες», με κοινή Χριστιανική πίστη και κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες.
Ωστόσο η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως η Κωδικοποίηση των νόμων («Ιουστινιάνειος Κώδιξ») η ενίσχυση του εμπορίου, η εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις (Γ’ Οικουμενική Σύνοδος), ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων, με κορυφαίο όλων την κατασκευή της Αγίας Σοφίας.
Μετά τον θάνατό του όμως, σαν σήμερα το 565 μ.Χ., το οικοδόμημα που αυτός είχε έντεχνα δημιουργήσει, άρχισε να γκρεμίζεται σιγά – σιγά. Για παράδειγμα το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Το γενικό, τελικό, πρόσημο για τη βασιλεία του είναι πάντως θετικό γι’ αυτόν.