Πολλές φορές ορισμένα οικονομικά προβλήματα ή ανησυχία σχετικά με τη σχέση τους, κάνουν τις γυναίκες να μην νιώθουν έτοιμες να κάνουν ένα παιδί. Όμως, όταν τελικά νιώσουν έτοιμες μετά την ηλικία των 40, τι γίνεται;
Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Αρχή, περισσότερες από 5.000 Ελληνίδες αποκτούν κάθε χρόνο μωρό μετά τα 40 τους χρόνια, ενώ πριν από μία 15ετία ο αντίστοιχος αριθμός ήταν σχεδόν ο μισός.
Αν και η αναμονή είναι θετική για την γυναίκα από οικονομικής και συναισθηματικής άποψης, από βιολογικής πλευράς δεν είναι ό,τι το καλύτερο γιατί κατ' αρχήν τα ωάριά της δεν είναι τόσο πολλά ούτε τόσο υγιή όσο όταν ήταν νεότερη. Παρ' όλα αυτά, οι περισσότερες γυναίκες ηλικίας 40 έως 45 ετών θα καταφέρουν αργά ή γρήγορα να μείνουν έγκυοι, αλλά το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρουν να έχουν μια υγιή εγκυμοσύνη που θα οδηγήσει στη γέννηση ενός υγιούς μωρού.
«Οι γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών έχουν λιγότερες από 5% πιθανότητες φυσικής σύλληψης κάθε μήνα που προσπαθούν, αλλά με τη χρήση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής οι πιθανότητες αυτές φθάνουν έως και το 10% σε κάθε κύκλο, σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής» λέει ο Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, Eιδικός στην Yποβοηθούμενη Aναπαραγωγή, μέλος του InstituteofLife-ΙΑΣΩ. «Το μεγάλο ερώτημα, όμως, μετά τα 40 δεν είναι αν θα καταφέρουν να μείνουν έγκυοι, αλλά κατ' αρχήν αν αυτό θα επιτευχθεί με δικά τους ωάρια ή όχι. Μελέτη που είχε δημοσιευτεί προ ετών στο περιοδικό Fertility&Sterility είχε δείξει ότι από τις γυναίκες ηλικίας 40 ετών που είχαν κάνει εξωσωματική μετά από ωοληψία σε αυτή την ηλικία, το 25% έμειναν έγκυοι, αλλά το αντίστοιχο ποσοστό σε όσες είχαν ηλικία 43 ετών ήταν 10% και σε όσες ήταν 44 ετών μόλις 1,6%».
Η δυσκολία επίτευξης εγκυμοσύνης με «γερασμένα» ωάρια δεν είναι το μόνο που προβληματίζει στις κυήσεις μετά τα 40. Είναι καλά τεκμηριωμένο πως τα ωάρια των μεγάλης ηλικίας γυναικών είναι πιθανότερο να φέρουν γενετικές ανωμαλίες οι οποίες εμποδίζουν την ολοκλήρωσή της και συνοδεύονται από υψηλά ποσοστά αποβολής του εμβρύου. Και σε αυτή την περίπτωση, κάθε χρόνος που περνάει μετά τα 40 είναι πολύ σημαντικός: μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ είχε δείξει ότι στις γυναίκες ηλικίας 40 ετών που κάνουν εξωσωματική το 24% καταλήγουν σε αποβολή του εμβρύου. Το αντίστοιχο ποσοστό στις 43χρονες γυναίκες είναι 38% και στις 44χρονες είναι 54%.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μετά τα 40, αυξάνεται σημαντικά και ο κίνδυνος απόκτησης μωρού με γενετική ανωμαλία, όπως το σύνδρομο Down, γι' αυτό και πρέπει όλες οι γυναίκες που μένουν έγκυες με φυσικό τρόπο να κάνουν αμνιοπαρακέντηση.
Οι λύσεις. Υπάρχουν όμως τρόποι για να ξεπεραστούν τα εμπόδια, τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. Ο πρώτος είναι να φροντίσει η γυναίκα να διατηρήσει ένα υγιές σωματικό βάρος. Πρόσφατη μελέτη σε χιλιάδες γυναίκες, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «AmericanJournalofPerinatology» έδειξε πως οι 40άρες που μένουν έγκυες έχοντας φυσιολογικό σωματικό βάρος, μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο καισαρικής τομής, πρόωρου τοκετού, απόκτησης μωρού με χαμηλό βάρος γέννησης και διαβήτη κύησης ο οποίος είναι εξαιρετικά συχνός στις μεγάλης ηλικίας μαμάδες.
Εξίσου σημαντικό είναι να φροντίσει η γυναίκα να καταψύξει εγκαίρως τα ωάρια της, εάν επιθυμεί να αποκτήσει αργότερα παιδί χρησιμοποιώντας το δικό της γενετικό υλικό. Η ηλικία που συνήθως προτείνεται στη γυναίκα για κρυοσυντήρηση των ωαρίων της είναι τα 30-35 έτη, αν και μπορεί να γίνει και λίγο αργότερα.
Ο προηγμένος γενετικός έλεγχος των εμβρύων επίσης βοηθά πολύ και αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής, αφού επιτρέπει την επιλογή των υγιέστερων εμβρύων και αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης, προσθέτει ο Δρ. Βασιλόπουλος. Η επιλεκτική εμβρυομεταφορά οδηγεί σε ποσοστά εγκυμοσύνης που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών ηλικίας 35-40 ετών και των γυναικών ηλικίας 41-42 ετών, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «FertilityandSterility». Το εύρημα αυτό σημαίνει ότι «όταν χρησιμοποιούμε προηγμένη τεχνολογία επιλογής των υγιέστερων εμβρύων, έχουμε πολύ καλές πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης» τονίζει ο ειδικός.
Επειδή εξάλλου το ζητούμενο μετά τα 40 δεν είναι ο αριθμός των ωαρίων που λαμβάνονται αλλά το να είναι κάποιο από αυτά υγιές ώστε να οδηγήσει σε ένα υγιές μωρό, υπάρχουν καινούργια πρωτόκολλα εξωσωματικής, φιλικότερα προς την ασθενή, με τη χρήση των μισών περίπου ενέσεων και με ελάχιστη δοσολογία ορμονικών σκευασμάτων.
Όμως η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν είναι πανάκεια και οι 40άρες γυναίκες πρέπει να ξέρουν πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσουν βοήθεια από έναν ειδικό. Όσες λοιπόν έχουν ηλικία άνω των 40 ετών και έχουν τακτικό έμμηνο κύκλο, μπορούν να προσπαθήσουν για έξι μήνες να συλλάβουν με φυσικό τρόπο (στις νέες γυναίκες συνιστάται να προσπαθήσουν για ένα χρόνο). Αν, όμως, ο έμμηνος κύκλος τους είναι ακανόνιστος, πρέπει αμέσως να απευθυνθούν στον ειδικό στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Εκείνος θα τις υποβάλλει σε μία σειρά από εξετάσεις (π.χ. για ινομυώματα κ.λπ.) και αν τα ευρήματά τους είναι φυσιολογικά, μπορεί να συστήσει πρώτα σπερματέγχυση, δηλαδή έγχυση των σπερματοζωαρίων απ' ευθείας στη σάλπιγγα της γυναίκας την περίοδο της ωορρηξίας. Αν, όμως, υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα, είναι πιθανό να συστήσει από την αρχή εξωσωματική γονιμοποίηση καθώς και την απαιτούμενη θεραπεία γι' αυτό.
Πηγή:Iatropedia.gr