Μετά τον καταιγισμό σημαντικών ταινιών τις τελευταίες εβδομάδες, ήρθε και η στιγμή της κάμψης. Μπορεί η ταινία “ Τζότζο” να έχει, λόγω της υποψηφιότητάς της για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, τα εφόδια για μια καλή επίδοση στα ταμεία, αλλά η μοναδική ταινία που ξεχωρίζει, από τις έξι συνολικά που βγαίνουν αυτή την εβδομάδα, είναι το συγκλονιστικό περουβιανό δράμα “ Τραγούδι Χωρίς Όνομα”.
“ Τζότζο” (“ Jojo Rabbit”) Κωμωδία, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τάικα Γουαϊτίτι, με τους Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τομασίν ΜακΚένζι, Τάικα Γουαϊτίτι, Ρέμπελ Γούιλσον κ.ά.
Παράξενη ταινία είναι τούτη δω η σάτιρα, για την πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν οι Γερμανοί και ειδικά τα παιδιά κατά τη ναζιστική περίοδο, που την έφερε παραδόξως ανάμεσα στις υποψήφιες για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Η προσπάθεια του Τάικα Γουαϊτίτι να καταπιαστεί με ένα σοβαρό διαχρονικό θέμα, αυτό της προπαγάνδας, που φτάνει στα όρια της πλύσης εγκεφάλου και μάλιστα εμπνευσμένη από μία τις μελανότερες περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας, μέσα από τη σάτιρα, είναι σεβαστή και καλοδεχούμενη. Αλλά η σάτιρα είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο είδος και ειδικά όταν θέλει να ξεπεράσει την επιδερμική αντιμετώπιση του θέματος που θίγει, να εισχωρήσει στο μυαλό και την καρδιά του θεατή και να γίνει αποτελεσματική. Ίσως γι’ αυτό η ταινία θα προκαλέσει σε πολλούς ανάμικτα συναισθήματα, έχοντας ένα στόρι διασκεδαστικό, με απολαυστικές στιγμές, αλλά χειρίζεται το θέμα του σχεδόν χλιαρά εν αντιθέσει με την καυστικότητα που απαιτεί το είδος και με αρκετές σκηνές που δεν βρίσκουν το στόχο τους, είναι χλιαρές και άτολμες, δείχνοντας την αδυναμία του σκηνοθέτη να διαχειριστεί το θέμα του.
Όταν ο Τσάρλι Τσάπλιν γύρισε το 1940 τον αριστουργηματικό “ Μεγάλο Δικτάτωρ” στόχευε στη γελοιοποίηση και στην αποδόμηση του Χίτλερ, ως ένα φόβητρο για όλο τον κόσμο, αλλά και τη γενικευμένη παραδοχή της εποχής ότι πρόκειται για έναν απειλητικό αντίπαλο, έναν χαρισματικό ηγέτη, ικανό να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Και τα κατάφερε στον απόλυτο βαθμό.
Εδώ, ο Νεοζηλανδός Γουαϊτιτί, 70 και βάλε χρόνια μετά το ναζισμό και τα αποτρόπαια αποτελέσματά του, με την ευχάριστη διάθεσή του, αλλά και την τρυφερή προσέγγιση των ηρώων του, μοιάζει να αμβλύνει την αποκρουστική ιστορία των ναζί, δίνοντας κάποια άλλοθι -όχι βεβαίως στα παιδιά- αλλά σε όλους αυτούς που ακολούθησαν τις θεωρίες μίσους του Χίτλερ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το ρόλο της απόστασης από τα γεγονότα, αλλά και το πλήθος των θεωριών που έχουν ανθίσει στο πρόσφορο έδαφος των ιδεολογιών του μίσους τις τελευταίες δεκαετίες.
Ήρωας της ταινίας του είναι ένας τρισχαριτωμένος μπόμπιρας, ο Τζότζο, που μεγαλώνει μέσα στην προπαγάνδα των χιτλερικών και μέλος στα τσικό των ναζί, παρότι η μάνα του ανήκει στους αντιφρονούντες και που κρύβει στο σπίτι τους μία μικρή Εβραία. Όταν ο μικρός θα ανακαλύψει την ύπαρξή της ο κόσμος του αρχίζει να καταρρέει και να αντιλαμβάνεται σιγά- σιγά ότι αυτά που πίστευε ήταν ανοησίες. Το εύρημα της ταινίας είναι ο φανταστικός φίλος του παιδιού, ένας αστείος, ατσούμπαλος και γκαφατζής Αδόλφος Χίτλερ, που στην αρχή τον συντροφεύει στις φανταστικές ηρωικές περιπέτειές του και στη συνέχεια τον καταδιώκει, για να μην “ αλλαξοπιστήσει”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ταινία όλα αντιμετωπίζονται με μία κωμική διάθεση, χωρίς να βλέπουμε ποτέ το πραγματικό πρόσωπο του ναζισμού και μοιάζοντας όλα σαν μια διασκεδαστική περιπέτεια, που είχε πολλά θύματα, αλλά εμείς βλέπουμε μόνο Γερμανούς. Απ’ την άλλη πλευρά δεν βλέπουμε τίποτα. Παράλειψη, πολιτική επιλογή ή θα χάλαγε την εύπεπτη συνταγή; Λίγο μας ενδιαφέρει. Το αποτέλεσμα μετράει.
Εν κατακλείδι, η ταινία, μπορεί μεν να βλέπεται ευχάριστα, αλλά δεν μπαίνει στο βάθος της ουσίας του προβλήματος της προπαγάνδας και των πολύπλευρων μηχανισμών της, αφήνει κενά στην ιστορία και βεβαίως τα ρήγματα που προκαλεί στη ναζιστική ιδεολογία δεν είναι ικανά να τη διαλύσουν.
Ο μικρός Ρομάν Γκρίφιν Ντέιβις, στο ρόλο του Τζότζο είναι πραγματικά αξιολάτρευτος, ο Σαμ Ρόκγουελ, στο ρόλο ενός αξιωματικού σε δυσμένεια. στα λίγα λεπτά που εμφανίζεται δείχνει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα και να αναδείξει το τεράστιο ταλέντο του, ακόμη και με έναν ακόμη αμφίσημο χαρακτήρα, ενώ συμπαθέστατη είναι και η Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της μητέρας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Ένα μοναχικό αγόρι από τη Γερμανία βλέπει την ιδέα του για τον κόσμο να αντιστρέφεται, όταν ανακαλύπτει ότι η διαζευγμένη μητέρα του κρύβει ένα νεαρό Εβραίο κορίτσι στη σοφίτα τους. Με μοναδική βοήθεια από τον χαζούλη φανταστικό του φίλο, Αδόλφο Χίτλερ ο Τζότζο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τυφλό φανατισμό του.
“ Τραγούδι Χωρίς Όνομα” (“ Canción sin nombre”) Δραματική ταινία, περουβιανής (ισπανικής, αμερικανικής, χιλιανής) παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Μελίνα Λεόν, με τους Πάμελα Μεντόζα, Τόμι Παράγα, Λούσιο Ρόχας, Ρουθ Αρμας κ.ά.
Μια σκληρή ιστορία, που βασίστηκε σε ένα αληθινό γεγονός και συγκλόνισε το Περού τη δεκαετία του ‘80, δηλαδή, τον αγώνα μιας μάνας με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου να βρει το νεογέννητο παιδί της που τις έκλεψαν από μια κλινική-βιτρίνα κυκλώματος διακίνησης βρεφών.
Πρόκειται για το ντεμπούτο της ταλαντούχας σκηνοθέτιδας Μελίνα Λεόν, ένα αγωνιώδες δραματικό φιλμ σε ασπρόμαυρο, που έχει αποσπάσει αρκετές διακρίσεις σε όλο τον κόσμο και την αποδοχή του κοινού.
Το φιλμ μας μεταφέρει στη σκληρή εποχή της δεκαετίας του ‘80 όταν η χώρα μαστίζεται για μία ακόμη φορά από μία οικονομική κρίση, αλλά και την έκρηξη βίας, ενώ επικεντρώνεται στο πρόσωπο της ηρωίδας μάνας, μιας φτωχής από ένα χωριό των Άνδεων, που θα πρέπει να δώσει μια άνιση μάχη, για να βρει το παιδί της.
Με αφορμή αυτή την οδύσσεια που θα περάσει η μητέρα, η Λεόν θα καταδείξει την εκτεταμένη διαφθορά και την πολεμική ένταση που επικρατεί στη χώρα της, αλλά και τη διαφορά που έχουν οι απλοί άνθρωποι των Άνδεων, οι απόγονοι των Ίνκας, με όσους έχουν αλλοτριωθεί από εξωτερικές παρεμβάσεις, την πλύση εγκεφάλου και έναν κόσμο που πάει κατά διαόλου. Ταυτόχρονα, θα αναδείξει και το ρόλο που μπορεί να παίξει η ανεξάρτητη δημοσιογραφία στο πλευρό του αδυνάτου και απέναντι στην εξουσία και τη διαφθορά.
Η Πάμελα Μεντόζα στο ρόλο της μάνας είναι συγκλονιστική, ενώ πολύ καλός και ο Τόμι Παράγα, που υποδύεται τον δημοσιογράφο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Περού, 1988. Η Χεορχίνα, μια νεαρή κοπέλα από ένα μικρό χωριό των Άνδεων, φτάνει στη Λίμα προκειμένου να γεννήσει σε μια αυτοσχέδια κλινική. Μυστηριωδώς όμως, το βρέφος εξαφανίζεται. Εν μέσω των πολιτικών αναταραχών της εποχής, ο Πέδρο, ένας τολμηρός δημοσιογράφος, θα γίνει ο μοναδικός της σύμμαχος στην απελπισμένη αναζήτηση να βρει το παιδί της.
“ Cats” (“ Cats”) Μιούζικαλ, βρετανικής και αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τομ Χούπερ, με τους Τζέιμς Κόρντεν, Τζούντι Ντεντς, Τζέισον Ντερούλο, Ίαν ΜακΚέλεν, Ίντρις Έλμπα, Τζένιφερ Χάντσον, Τέιλορ Σουίφτ, Ρέμπελ Γουίλσον, Φρανσέσκα Χέιγουορντ κ.ά.
Το μυθικό μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, σε μια μεγαλεπήβολη και αυξημένων προσδοκιών παραγωγή, με ευπρόσωπο καστ και σκηνοθετημένη από έναν δοκιμασμένο σκηνοθέτη, τον Τομ Χούπερ (“ Ο Λόγος του Βασιλιά”), που δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος της φήμης που είχε δημιουργήσει η παράσταση στο Μπρόντγουεϊ.
Ο Χούπερ, θέλοντας να δώσει δυο ώρες ψυχαγωγίας στο θεατή και μια δόση νοσταλγίας, προσπαθεί να ξεφύγει από τις συνταγές του είδους, να προσθέσει το δικό του στίγμα και τελικά τα μπερδεύει όλα για να δημιουργήσει την αμφιβολία ότι τελικά θέλει να παρωδήσει το διάσημο μιούζικαλ. Από την ταινία λείπουν οι παιχνιδιάρικοι ρυθμοί και το απαραίτητο κέφι, ενώ και το σενάριο (βασίζεται στο γνωστό βιβλίο του Τ. Σ. Έλιοτ “ Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γέρο Πόσουμ”) δείχνει άψυχο και χωρίς τη στοιχειώδη έμπνευση, που θα δώσει στους καλούς ηθοποιούς τα εφόδια να ανταπεξέλθουν σε αυτό το απαιτητικό είδος. Ίσως γι’ αυτό τελικά καταφεύγουν στην ευκολία της μανιέρας, που εδώ φαίνεται να είναι η έσχατη λύση.
Οι δυο τρεις σκηνές που ξεφεύγουν από την απόλυτη μετριότητα, δεν μπορούν φυσικά να σώσουν την ταινία του Χούπερ, ούτε φυσικά η παρουσία της πρίμας μπαλαρίνας του Βασιλικού Μπαλέτου της Αγγλίας, Φρανσέσκα Χέιγουορντ, που ξεχωρίζει εμφανώς και είναι ο μόνος λόγος να δουν οι λάτρεις του μιούζικαλ και του χορού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Όπως κάθε χρόνο την ίδια νύχτα, μια φυλή από γάτες θα περάσει μια μαγική νύχτα, στο τέλος της οποίας μια από αυτές θα επιλεγεί για κάτι που όλες ονειρεύονται: την ευκαιρία να ζήσει μια δεύτερη ζωή.
“ Η Γκουβερνάντα” (”The Turning”) Ταινία τρόμου, αμερικανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Φλόρια Σιγκισμόντι, με τους Μακένζι Ντέιβις, Φιν Γούλφχαρντ, Μπρούκλιν Πρινς, Κάρεν Ίγκαν, Μαρκ Χούμπερμαν κ.ά.
Ακόμη μία ταινία τρόμου, όχι και τόσο συνηθισμένη ούτε για να περάσει εντελώς αδιάφορη, καθώς αποτελεί μία εκδοχή του βιβλίου του Χένρι Τζέιμς “ Το στρίψιμο της βίδας”, από την Φλόριαν Σιγκισμόντι. Το γοτθικό υποβλητικό σκηνικό και κλίμα της ταινίας δίνει τον τόνο, η σκηνοθέτις κλιμακώνει τον φόβο και προχωρά φιλόδοξα για να προσγειωθεί σε ένα δοκιμασμένο και αναμενόμενο φινάλε.
Δυστυχώς για την ταινία η έμπνευση κρατά όσο και η προετοιμασία για τη συνάντηση της ηρωίδας με τη φρίκη, γιατί στη συνέχεια νομίζεις ότι μπαίνει στον αυτόματο πιλότο των ταινιών του είδους.
Πάντως, οι φίλοι του κινηματογραφικού τρόμου δεν θα φύγουν απογοητευμένοι και σε αυτό συμβάλλει και η πρωταγωνίστρια Μακένζι Ντέιβις, η οποία γνωρίζει τον τρόπο για να ξεφεύγει από τα κλισέ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Σε ένα μυστηριώδες κτήμα στην εξοχή της περιοχής Μέιν, όπου η Κέιτ μόλις έχει ξεκινήσει να δουλεύει ως νταντά - πρέπει να φροντίσει δύο ψυχικά διαταραγμένα ορφανά, την Φλόρα και τον Μάιλς. Σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι το μέρος αλλά και τα παιδιά κρύβουν σκοτεινά μυστικά και τα πράγματα μπορεί να μην είναι όπως δείχνουν.
“ Ενωμένες Πατούσες” (“ Pets United”) Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, γερμανικής, κινέζικης και βρετανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ράινχαρντ Κλους.
Αξιοπρόσεκτο παιδικό animation που θέλει να περάσει μηνύματα στους πιτσιρικάδες για τους κινδύνους που κρύβουν οι μηχανές και ειδικά τα ρομπότ που παίρνουν την εξουσία από τους ανθρώπους σε μια φανταστική πόλη, απ’ την οποία το σκάνε οι κάτοικοί της, για να ξεμείνουν τα παραχαϊδεμένα κατοικίδια να αναμετρηθούν μαζί τους. Συμπαραστάτης τους σε αυτή τη μάχη με τα δαιμόνια ρομπότ ένας περπατημένος αδέσποτος σκύλος, ο οποίος θα βοηθήσει τα κατοικίδια να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους, να πετάξουν τα περιλαίμια και να σταθούν απέναντι στις τενεκεδένιες μηχανές που απειλούν τον κόσμο. Οι αναφορές στο “ 1984” του Όργουελ, δίνει και το στίγμα του συμπαθούς animation για το που στοχεύουν οι δημιουργοί του.
Η ταινία προβάλλεται και μεταγλωττισμένη, με τις φωνές των Θανάση Κουρλαμπά, Τάνιας Παλιαολόγου, Δημήτρη Παπαδάτου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Μία παρέα από κακομαθημένα, εγωιστικά κατοικίδια, με αρχηγό τη λουσάτη γάτα Μπελ, βρίσκουν τον μπελά τους, όταν οι μηχανές που διοικούν τη Ρόμπο Σίτι, την υπερσύγχρονη μητρόπολη στην οποία ζουν και βασιλεύουν, εκτροχιάζονται και παίρνουν την εξουσία, με αποτέλεσμα να το σκάσουν όλοι οι άνθρωποι για να σωθούν. Χωρίς αφεντικά πια η παρέα των κατοικίδιων πρέπει να συμμαχήσει με τον αδέσποτο σκύλο Ρότζερ και τον φιλαράκο του Μπομπ, το μόνο φιλικό ρομπότ στην πόλη, για να επιβιώσουν, να σώσουν τα σπίτια τους και ίσως ολόκληρο τον κόσμο.
“ Η Μόσχα Επιστρέφει” (“ Moscow Strikes Back”) Ντοκιμαντέρ, σοβιετικής παραγωγής του 1942, σε σκηνοθεσία Ίλια Κοπάλιν και Λεονίντ Βαρλάμοφ.
Ιστορικό ντοκιμαντέρ για τη μάχη της Μόσχας, αρχειακής αξίας και σημαντικού ενδιαφέροντος, που γύρισαν οι σπουδαίοι σοβιετικοί σκηνοθέτες Κοπάλιν και Βαρλάμοφ και το οποίο κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ το 1942. Άλλοι καιροί άλλα ήθη.
Για την επίτευξη του ντοκιμαντέρ χρησιμοποιήθηκαν πολλοί κινηματογραφιστές, πάνω από 40, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, αναδεικνύοντας τον ηρωισμό των Ρώσων, αλλά και τις φρικαλεότητες των Γερμανών εισβολέων. Η ταινία ξεκινά με την προετοιμασία των πολιτών στους δρόμους της Μόσχας, την ιστορική ομιλία του Στάλιν στην Κόκκινη Πλατεία, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, μπαίνει στη μανία της μάχης και ολοκληρώνεται με την απελευθέρωση πόλεων και χωριών από τους σοβιετικούς και μια ηλικιωμένη γυναίκα να φιλά τους στρατιώτες.
Αυτά συνοπτικά. Λίγες λέξεις για μια ιστορική μάχη, τεράστιας σημασίας για την έκβαση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και που ενδεχομένως κάποιοι να μην γνωρίζουν και κάποιοι να έχουν ξεχάσει. Αλλά τι να πεις και για αυτούς τους 40 και πλέον άνδρες, που με μια κάμερα στο χέρι, μπήκαν στη φωτιά, για να καταγράψουν την ιστορία και να διατηρήσουν στην παγκόσμια μνήμη τη θυσία χιλιάδων νέων απέναντι στο τέρας του ναζισμού.