Αμεση ήταν η απάντηση του προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα στην επιστολή του Αλέξη Τσίπρα. Μιλώντας με κοινοβουλευτικούς συντάκτες, ξεκαθάρισε ότι ο θεσμός της εξαίρεσης – παρά τα όσα υποστηρίζει ο πρώην πρωθυπουργός- ισχύει, ενώ επισήμανε ότι η προανακριτική θα συνεχίσει τις εργασίες της χωρίς τους Παύλο Πολάκη και Δημήτρη Τζανακόπουλο.
«Από την επιστολή προκύπτει ότι ο Θεσμός της εξαίρεσης δεν υφίσταται στην εν λόγω επιτροπή και το αιτιολογεί ότι δεν προβλέπεται στο άρθρο 156 του Κανονισμού. Και πάνω σε αυτό οικοδομεί όλη του την επιχειρηματολογία. Εγώ διαφωνώ με αυτή την άποψη
Όπως μου αναγνωρίζει, θα αναλάβω την ευθύνη και θα προχωρήσουμε με βάση την απόφαση περί εξαίρεσης, γιατί εγώ αντιθέτως με τον κ. Τσίπρα, θεωρώ ότι ο θεσμός της εξαίρεσης υφίσταται. Αυτή την ευθύνη θα την αναλάβω. Δεν υπάρχει περίπτωση εισαγγελέας πρωτοδικών να είναι ταυτόχρονα και εισαγγελέας και μάρτυρας», επισήμανε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι στη διάρκεια της προδικασίας δεν είναι δυνατόν να μην έχει την εξαίρεση. «Διασφαλίζει την αμεροληψία των ανακριτικών υπαλλήλων», είπε ο Πρόεδρος της Βουλής, συμπληρώνοντας ότι σε κάθε περίπτωση το ζήτημα «θα λυθεί αργότερα από το δικαστικό συμβούλιο».
Σε ερώτηση με το πώς θα συνεχιστούν οι εργασίες της ο κ. Τασούλας υπογράμμισε ότι «θα προχωρήσουμε ως έχουμε», δηλαδή με 23 μέλη και δίχως τους κ.κ. Πολάκη και Τζανακόπουλο.
Νωρίτερα ο κ. Τσίπρας απαντώντας στα όσα είχε αναφέρει ο κ. Τασούλας την Παρασκευή, ότι η «δεν μου είναι κατανοητό κατά τι παραβιάσθηκε η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής από την απόφαση της επιτροπής περί εξαίρεσης δύο μελών της», καταγγέλλει ότι ο πρόεδρος της Βουλής ανέχεται «τη μεθόδευση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, βασισμένη σε νομικούς ακροβατισμούς και διαδικαστικούς αυτοσχεδιασμούς».
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη υποδείξει τους βουλευτές του που θα τον εκπροσωπούν στην προανακριτική επιτροπή για τη Novartis λέει απευθυνόμενος προς τον πρόεδρο της Βουλής, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας. Επίσης, καταγγέλλει ότι αυτή η ενέργεια «δεν αποτελεί παρά μια ωμή έκφραση πλειοψηφισμού που αποσκοπεί στη φίμωση της μειοψηφίας».
Ολόκληρη η επιστολή του Αλέξη Τσίπρα:
Προς
Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
κ. Κωνσταντίνο Τασούλα
Με την προηγούμενη επιστολή μου σχετικά με το ζήτημα της πρωτοφανούς «εξαίρεσης» μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, σας κάλεσα να ανταποκριθείτε στο καθήκον σας, που απορρέει από τον Κανονισμό της Βουλής, δηλαδή να διασφαλίσετε αμερόληπτα τα δικαιώματα όλων των Βουλευτών και όλων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων.
Φαίνεται ότι αποφασίσατε να αποποιηθείτε αυτή την ευθύνη, ζητώντας μου να συναινέσω σε κάτι που θα οδηγούσε σε έναν ιστορικό αυτοπεριορισμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και τελικά σε πλήγμα του ίδιου του κοινοβουλευτισμού.
Μπορείτε να θεωρείτε δεδομένη τη συναινετική στάση μου και την ειλικρινή προσπάθειά μου για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος, όποτε κι αν το ζητήσετε. Εν προκειμένω, όμως, το αίσθημα ευθύνης δεν μου επιτρέπει να συμπράξω στην υπονόμευση του Κοινοβουλίου και στην απαξίωση του κοινοβουλευτικού έργου.
Πολύ περισσότερο, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, υιοθετώντας τις κραυγαλέες και παντελώς αβάσιμες κατασκευές που οδήγησαν μια πλειοψηφία μελών της Επιτροπής στην ανυπόστατη απόφασή τους για εξαίρεση συναδέλφων τους της μειοψηφίας.
Θέλω για άλλη μια φορά να σας επισημάνω ότι σύμφωνα με τη Συνταγματική αρχή της αυτονομίας της Βουλής, θεματοφύλακας της οποίας είναι ο Πρόεδρος της Βουλής, η σύσταση, συγκρότηση και λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.
1
Διατάξεις της κοινής νομοθεσίας δεν εφαρμόζονται, παρεκτός εάν το Σύνταγμα ή ο Κανονισμός παραπέμπουν ρητά σ’ αυτές. Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή οποιοσδήποτε άλλος τυπικός νόμος, διέπουν τη λειτουργία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής μόνο όταν ο Κανονισμός της Βουλής παραπέμπει σε διατάξεις τους.
Το άρθρο 156 παρ. 4 του Κανονισμού, παραπέμπει μόνο στις διατάξεις που ορίζουν τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα όταν ενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Αντιθέτως, δεν παραπέμπει στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί εξαίρεσης δικαστικών προσώπων.
Είναι, επομένως, πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι αποτέλεσε ηθελημένη και συνειδητή επιλογή του κοινοβουλευτικού νομοθέτη, του μόνου αρμόδιου να ρυθμίσει τη λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, να μην προβλέψει διαδικασία εξαίρεσης μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Και ευλόγως, διότι διαφορετικά θα καταλήγαμε στο μείζον θεσμικό και συνταγματικό άτοπο, η εκάστοτε πλειοψηφία στην Επιτροπή ή στην Ολομέλεια να διαθέτει την εξουσία, με μόνη την επίκληση της αρχής της πλειοψηφίας, να καθορίζει κατά το δοκούν τη σύνθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, ακυρώνοντας τη βούληση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων της Αντιπολίτευσης, κατά παράβαση των άρθρων 31 παρ. 3 και 29 παρ. 5 του Κανονισμού, που καθιερώνουν μια στοιχειώδη και αυτονόητη αρχή του κοινοβουλευτισμού: ότι η κάθε Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι η μόνη και αποκλειστικά αρμόδια να υποδείξει η ίδια τα μέλη της που θα συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές εργασίες.
Συνεπώς, η μεθόδευση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, βασισμένη σε νομικούς ακροβατισμούς και διαδικαστικούς αυτοσχεδιασμούς, που με λύπη μου διαπιστώνω ότι ανέχεστε, δεν αποτελεί παρά μια ωμή έκφραση πλειοψηφισμού που αποσκοπεί στη φίμωση της μειοψηφίας.
Κύριε Πρόεδρε,
Με την ευθύνη που έχω ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τη τήρηση του Κανονισμού της Βουλής και του Συντάγματος, δεν μου επιτρέπεται να συναινέσω σε μια παράνομη απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής και κατά αυτόν το τρόπο να συμπράξω στην απαξίωση της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Ούτε δε, πολύ περισσότερο, να συμπράξω στη στέρηση δικαιωμάτων από αντιπροσώπους του ελληνικού λαού.
Εφόσον λοιπόν το επιλέγετε, ας αναλάβετε μόνος αυτήν την ευθύνη.
2
Ως εκ τούτου σας υπενθυμίζω, ότι με την από 10/10/2019 επιστολή, η Κ.Ο. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σάς έχει ήδη υποδείξει τα μέλη της που συμμετέχουν στην εν λόγω Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.