«Χυδαία ψεύδη είναι ότι γίνονται επιλεκτικές διακομιδές ασθενών Covid σε ΜΕΘ ή ότι κρατούνται κλειστές κλίνες» τόνισε ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, απαντώντας στην επίκαιρη ερώτηση του τομεάρχη και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέα Ξανθού σχετικά με τους διασωληνωμένους εκτός εντατικών μονάδων και τα κριτήρια προτεραιότητας των εισαγωγών σε αυτές.
Ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης, υπογράμμισε πως «δεν υπάρχει καμία σκιά» και λένε «σαφέστατα, χυδαία ψεύδη, όσοι μιλάνε για επιλεκτική διακομιδή ασθενών εισαγωγές ασθενών σε κλίνες ΜΕΘ ή πολύ χειρότερα ότι υπάρχουν κλειστές κλίνες ΜΕΘ που δεν λειτουργούν ή τις κρατάμε κλειστές προκειμένου να γίνει διαχείρισή τους εφόσον αυτές χρειασθούν για κάποιον».
Ειδικότερα, ανέφερε πως υπάρχει η ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΕΚΑΒ «όπου όπως ξέρετε γίνεται η ανάρτηση του περιστατικού που χρήζει ΜΕΘ από τον θεράποντα ιατρό ο οποίος έχει τον διασωληνωμένο ασθενή εκτός εντατικής και στο νοσοκομείο του δεν υπάρχει διαθέσιμη κλίνη. Τα αναρτημένα περιστατικά είναι ορατά σε όλες τις ΜΕΘ της χώρας. Ο ιατρός μονάδας που έχει διαθέσιμο κρεβάτι ΜΕΘ, δηλώνει ετοιμότητα και ακολουθεί έγκριση της ετοιμότητας, οπότε γίνεται κάρτα στο ΕΚΑΒ για να εκτελέσει τη διακομιδή. Ο υπουργός, ανέφερε πως «εάν κανείς πει ότι σε αυτή τη διαδικασία γίνεται κάποια παραβίαση, τότε δεν κατηγορεί κανένα πολιτικό προϊστάμενο αλλά όλους αυτούς τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτή την πλατφόρμα, που είναι δύο γιατροί εντατικής και το ΕΚΑΒ» και συνεπώς «είναι χυδαίο και προσβλητικό να μιλάνε κάποιοι για VIP κλίνες. Εμείς δεν ανεχόμαστε να προσβάλετε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας». Ο υπουργός προσέθεσε πως «πρόσβαση στην πλατφόρμα αυτή έχουν όλοι οι γιατροί που διαθέτουν τους σχετικούς κωδικούς, άρα δεν υπάρχει καμιά προτεροποίηση».
Ο κ. Πλεύρης ανέφερε ότι τα 5 κριτήρια που υπάρχουν από το ΕΚΑΒ είναι: Οι βαριά πάσχοντες. Ασθενείς με μικρή πιθανότητα αποκατάστασης. Ασθενείς με όργανα που χρήζουν εντατικής παρακολούθησης. Ασθενείς με σημαντικά μικρότερη πιθανότητα αποκατάστασης και τελικώς ασθενείς, που δυστυχώς στην κατάσταση όπου βρίσκονται -και δεν υπάρχει κρεβάτι ΜΕΘ- θεωρούνται ότι δεν υπάρχει το προσδόκιμο. Αυτά, είπε ο κ. Πλεύρης, είναι τα κριτήρια του ΕΚΑΒ και «σαφώς δεν υπάρχουν ούτε ηλικιακά κριτήρια, ούτε γνωριμιών, όπως κάποιοι λένε. Είναι ιατρικά κριτήρια, καθαρά βάση της πιθανότητας και της δυνατότητας που υπάρχει».
Ο υπουργός Υγείας ανέφερε πως με βάση τα στοιχεία του τετραμήνου, για Covid και non Covid περιστατικά, ο μέσος όρος παραμονής διασωλημένου εκτός ΜΕΘ «είναι από μερικές ώρες έως δυόμισι ημέρες. Αυτός είναι ο μέσος όρος». Σημείωσε ότι μπορεί, εάν πάμε σε μεμονωμένα περιστατικά, να υπάρχουν περιστατικά που χρειάσθηκε περισσότερος χρόνος ή άλλα που να εξυπηρετήθηκαν αμέσως, αλλά αυτός είναι ο μέσος όρος για το πώς εξυπηρετεί η πλατφόρμα και γίνεται η εξυπηρέτηση των συνανθρώπων μας που χρειάζονται ΜΕΘ».
Χαρακτήρισε «εντελώς άδικη την κριτική που γίνεται για ένταξη των εντατικών μονάδων και του ιδιωτικού τομέα Υγείας», λέγοντας ότι «το σύνολο των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα, μπαίνουν αμέσως στην πλατφόρμα».
Σχετικά με την επιστημονική μελέτη των καθηγητών Τσιόδρα-Λύτρα, ο υπουργός επανέλαβε ότι «στο Μαξίμου δεν έχει φτάσει καμία μελέτη, στο υπουργείο Υγείας δεν έχει κατατεθεί καμία μελέτη, αναζήτησα το πρωτόκολλο, αλλά και τα συμπεράσματα της μελέτης, όλα, ένας προς ένα τα είχαμε αντιμετωπίσει σε μια προσπάθεια ώστε να μη φτάνει ο άνθρωπος σε νοσοκομείο και σε ΜΕΘ» γιατί αυτό που καταδεικνύει η μελέτη είναι πως «εάν έχουμε πάνω από 400 διασωληνωμένους, όσες ΜΕΘ και να υπάρχουν η διαχείριση των περιστατικών είναι δύσκολη».
Σχετικά με τις καταγραφές των στοιχείων της πανδημίας, ο κ. Πλεύρης, τόνισε πως «ακολουθούμε το πιο αυστηρό σύστημα καταγραφής για να μην υπάρχει απολύτως καμία μομφή».
Ο τομεάρχης και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός, από τη δική του πλευρά, καταλόγισε στην κυβέρνηση και το υπουργείο καταφανή ανεπάρκεια του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί στην αυξημένη πίεση του 4ου επιδημικού κύματος. Μίλησε για μια εξελισσόμενη υγειονομική τραγωδία με ακραία έκφρασή της ότι υπάρχουν διασωληνωμένοι ασθενείς καθημερινά εκτός ΜΕΘ. Υποτίθεται, είπε, πως η «κόκκινη γραμμή» ήταν το να αντέξει το σύστημα Υγείας και αυτή έχει παραβιαστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. «Η κυβέρνηση», είπε, «έχει μια ρητορική ότι “ τα κάνουμε όλα καλά” και ότι η αντιπολίτευση καταστροφολογεί». Το βάρος των περιστατικών Covid, ανέφερε, θα έπρεπε να επιμεριστεί και στον ιδιωτικό τομέα και στα στρατιωτικά νοσοκομεία, να υπάρχει μια διαχείριση πιο διαφανής, αξιόπιστη, να υπάρχει κλίμα εμπιστοσύνης στην κοινωνία ότι οι άνθρωποι προτεραιοποιούνται με βάση κριτήρια αμιγώς ιατρικά και ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παρακαμφθεί η σειρά -η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την ανάγκη. Αναφερόμενος στη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα έκανε λόγο για ύπαρξη εγκληματικής πολιτικής ευθύνης, τονίζοντας πως «Η κοινωνία απαιτεί καθαρές εξηγήσεις και απαντήσεις».
Χαρακτήρισε ανεπαρκή τη συνέργεια που υπήρξε μεταξύ του ΕΣΥ, των δομών του ιδιωτικού τομέα και των στρατιωτικών νοσοκομείων, ενώ, όπως είπε, θα μπορούσε να έχει αξιοποιηθεί στο έπακρο το «Ερρίκος Ντυνάν», που έχει 40 κλίνες εντατικής, να γίνει αποκλειστικά Covid νοσοκομείο, όπως και το 424 στη Θεσσαλονίκη και να αποτελέσουν δύο νοσοκομεία αναφοράς, μαζί με το «Σωτηρία», στη φροντίδα Covid και να αποσυμπιεστεί το σύστημα υγείας. Σημείωσε, πως «το να λέτε ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει άλλα διαθέσιμα κρεβάτια είναι παραπειστικό. Το θέμα είναι: έχει ενιαία ταχύτητα σήμερα το σύστημα υγείας το δημόσιο και το ιδιωτικό; Όταν έχουμε πόλεμο και μάχη επιστρατεύουμε όλες τις δυνάμεις, μοιράζουμε καλύτερα τον όγκο και την πίεση για να αντέξει το σύστημα υγείας και οι άνθρωποί του και να αποφύγουμε το δράμα των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ. Δεν το κάνατε και έχετε τεράστια ευθύνη για αυτό. Οι σκιές για τη διαχείριση είναι σημαντικές και παραμένουν».
Ο κ. Ξανθός κατέληξε λέγοντας ότι «με την ηθική χρεοκοπία που υπέστη προσωπικά ο πρωθυπουργός προχθές με την υπόθεση της μελέτης Λύτρα-Τσιόδρα, με τη στάση που κρατάτε απέναντι στο προσωπικό του ΕΣΥ, δεν βοηθάτε στο αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης που είναι κρίσιμο για να ξεπεραστεί μια κρίση δημόσιας υγείας».