Τα 75α γενέθλια του ΝΑΤΟ θα εορταστούν αυτή την εβδομάδα με τη Σύνοδο στην Ουάσιγκτον σε μια εξαιρετικά κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μην πηγαίνει σύμφωνα με τους σχεδιασμούς και τη Μέση Ανατολή σε κατάσταση ανάφλεξης, η προοπτική επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αρχίζει να φαντάζει όλο και πιο ρεαλιστική μετά την καταστροφική εμφάνιση Μπάιντεν στο ντιμπέιτ του CNN.
Σε αυτή τη συζήτηση για το μέλλον της Συμμαχίας θα συμμετάσχει και ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος αναχωρεί σήμερα για την πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Η χώρα μας ανήκει στον «σκληρό πυρήνα» των χωρών που συνεισφέρουν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες, συνεπώς έχει προνομιακή θέση στο τραπέζι της συζήτησης. Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο πρωθυπουργός έχει καταθέσει από κοινού με τον Πολωνό ομόλογό του Ντόναλντ Τουσκ πρόταση για μια ευρωπαϊκή ασπίδα αεράμυνας που θα χρηματοδοτηθεί με ευρωπαϊκούς πόρους και θα λειτουργήσει συμπληρωματικά του ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, ο κ. Μητσοτάκης αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και για τη στρατηγική αυτοτέλεια της Ευρώπης που είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, ιδίως με την προοπτική Τραμπ ενόψει.
Hδη τις τελευταίες ημέρες σε διπλωματικό και τεχνοκρατικό επίπεδο γίνονται σημαντικές διεργασίες, προκειμένου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος θα εκπροσωπήσει τη χώρα, να δώσει το στίγμα, δίχως να φανεί ότι παρεμβαίνει στην ατζέντα μιας συνόδου επετειακής (75 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΤΟ) και συνάμα ουσιαστικής για τον τρόπο με τον οποίο οι δυτικοί θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν την Ουκρανία στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει η Ρωσία στο έδαφός της. Δεν τίθεται θέμα συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον ομόλογό του της Βόρειας Μακεδονίας Χρίστιαν Μίτσκοσκι, ο οποίος –σε πλήρη συντονισμό με την πρόεδρο της χώρας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα– δεν έχει μειώσει στο ελάχιστο τις επιθέσεις εναντίον της Αθήνας αλλά και της Σόφιας.
Τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται να έχουν πυκνώσει οι επαφές δυτικών αξιωματούχων τόσο με τον κ. Μίτσκοσκι όσο και με στελέχη της κυβέρνησής του, αφενός διότι δεν επιθυμούν αναστάτωση στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ τη στιγμή που υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, αφετέρου επειδή το κυβερνών κόμμα είναι γνωστό για τις εκλεκτικές συγγένειες με τη Σερβία και –κυρίως– τη Ρωσία. Αλλωστε, ο κ. Μίτσκοσκι διόρισε ως αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας και υπουργό των διακοινοτικών σχέσεων τον Ιβάν Στόιλκοβιτς, έναν Σέρβο από το Κουμάνοβο, γνωστό για τις ανέφελες σχέσεις του με τη Μόσχα και το Βελιγράδι.
Η περίεργη αυτή κατάσταση στη Βόρεια Μακεδονία εντείνει την ανάγκη σε μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες, όπως η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, να μην αφεθούν τα Σκόπια στην τύχη τους και με αυτή την άποψη φαίνεται ότι συμφωνούν αρκετοί σε επίπεδο Ε.Ε. Εν ολίγοις, το φόβητρο της κατακόρυφης αύξησης της ρωσικής επιρροής στη Βόρεια Μακεδονία, που είναι μεν χώρα του ΝΑΤΟ, αλλά εξαιρετικά ευαίσθητη σε ποικίλες πιέσεις μεταξύ άλλων και λόγω της εθνοτικής σύνθεσής της, θεωρείται από ορισμένους δυτικούς ως επαρκής αιτιολογία για τον «κλεφτοπόλεμο» της ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας με τη συνταγματική ονομασία της χώρας, όπως αυτή εκφράστηκε με τον διαχωρισμό ανάμεσα σε επίσημα έγγραφα και προφορικό λόγο. Δεν είναι, πάντως, η μοναδική άποψη που υπάρχει και στο δυτικό στρατόπεδο υπάρχουν και αρκετές απόψεις υπέρ του αντιθέτου, δηλαδή της ευθείας εξήγησης προς τα Σκόπια ότι ο όρος του «erga omnes» δεν χρήζει ερμηνείας, αλλά είναι ανελαστικός, οριζοντίως και καθέτως.
Για την ελληνική διπλωματία όλη αυτή η νέα πολιτική αναταραχή στα Σκόπια σημαίνει ότι δεν αρκεί η κινητικότητα σε επίπεδο Ευρώπης, καθώς –ούτως ή άλλως– η προοπτική ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. είναι υπό τις παρούσες συνθήκες εξαιρετικά περιορισμένη, αλλά πρέπει σταδιακά να εξηγηθεί (ξανά) και διμερώς στη γειτονική χώρα ότι ερμηνείες όπως αυτή της κ. Σιλιάνοφσκα, η οποία ακόμη δεν έχει αντιληφθεί πλήρως τη διάσταση ανάμεσα στη θέση της καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου και εκείνη της προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, είναι απολύτως απαράδεκτες από την Αθήνα. Τη σχετική αποτύπωση είχε κάνει προ ολίγων εβδομάδων σε συνέντευξή της σε τηλεοπτικό σταθμό και η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ωστόσο φαίνεται ότι το μήνυμα αργεί να φθάσει στους σκληρούς του κόμματος VMRO-DPMNE.
To καλώδιο και το «Teliri»
Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα παρακολουθούν με ενδιαφέρον και την επιστροφή της Aγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτή τη φορά με αφορμή ένα έργο πόντισης καλωδίου οπτικών ινών από την Κύπρο προς την Ιταλία. Από τη στιγμή που το ιταλικό πλοίο «Teliri» ανέλαβε αυτή την εργασία, το τουρκικό ναυτικό το παρακολουθεί, όπως η «Κ» ανέδειξε σε σειρά δημοσιευμάτων της. Οταν το «Teliri» εισήλθε σε περιοχή δυνητικής ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), η Αθήνα έδωσε εντολή για διακριτική παρακολούθηση από πυραυλάκατο του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.). Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, ενώ το ιταλικό πλοίο πλέει προς τα δυτικά, με το τουρκικό ναυτικό να διατηρεί δύο μονάδες, μία κορβέτα η οποία βρίσκεται κοντά στο «Teliri» και μία φρεγάτα που πλέει αρκετά μίλια μακριά. Οι Ιταλοί είχαν εγκαίρως ειδοποιήσει τόσο την Αθήνα όσο και την Αγκυρα, οπότε οι σχετικές αγγελίες προς ναυτιλλομένους (NAVTEX) και διπλωματικές άδειες είχαν ζητηθεί από τις ελληνικές, τις κυπριακές και τις τουρκικές αρχές εγκαίρως.
Είναι γνωστό ότι για την Αγκυρα η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί σημείο νευραλγικής σημασίας, ως εκ τούτου επί της αρχής η αντίδραση δεν θεωρείται υπερβολική. Ωστόσο, με δεδομένη και την εμπειρία του 2020, κάθε στρατιωτική κίνηση στην περιοχή παρακολουθείται με προσοχή. Και τούτο διότι πέρα από τα ελληνικά και τα τουρκικά πλοία, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου –από την Κρήτη μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο– υπάρχει και πολύ υψηλή συγκέντρωση αμερικανικών και ρωσικών πλοίων ήδη από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Παρά το πέπλο ηρεμίας στο επιχειρησιακό πεδίο, οι πάγιες απόψεις της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχουν μεταβληθεί. Και υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία έχει καταθέσει επισήμως με επιστολή στον ΟΗΕ τον ισχυρισμό της για τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας της στην Ανατολική Μεσόγειο (με πλέον επικαιροποιημένη εκδοχή εκείνη που κοινοποιήθηκε στις 18 Μαρτίου 2020 και φθάνει έως τα ανατολικά της Κρήτης), ενώ είναι γνωστά τα αποτελέσματα και του –θεωρούμενου από την Αθήνα ως παράτυπου και άκυρου– τουρκολιβυκού μνημονίου.