Σε διεξοδική ανάλυση των αποτελεσμάτων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ προχώρησε, μέσα από την τηλεοπτική συχνότητα του ΑΝΤ1, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, εστιάζοντας, ειδικότερα, στο μήνυμα του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, προς την Άγκυρα, που συνίσταται στο τρίπτυχο ασφάλεια-ειρήνη-ηρεμία στο Αιγαίο.
Ειδικότερα, αφού ανέφερε ότι τα δύο προς ένταξη μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, Σουηδία και Φινλανδία, κατά την ελληνική προσέγγιση, ενισχύουν την ασφάλειά του ΝΑΤΟ, σημείωσε πως κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής δεν ετέθη κανένα θέμα που να αφορά την Ελλάδα.
Ή, μάλλον, στο νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ γίνεται αναφορά στη «διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της τήρησης του διεθνούς δικαίου. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά είναι η βάση της ελληνικής πολιτικής», δήλωσε με έμφαση.
Συνεχίζοντας, δε, με τα μηνύματα που έστειλε ο Λευκός Οίκος, «σαφώς ο Πρόεδρος Μπάιντεν έθεσε το πλαίσιο: Ασφάλεια-Ειρήνη-Ηρεμία στο Αιγαίο. Εάν αυτό δεν χαρακτηρίζεται ως μία πολιτική οδηγία προς την Τουρκία για ήρεμα νερά στο Αιγαίο, οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση είναι εκτός πραγματικότητας», υποστήριξε ο υπουργός Επικρατείας.
Δεν παρέλειψε να σχολιάσει και το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ό,τι είχε να πει εις βάρος της χώρας μας το είπε επιστρέφοντας στη χώρα του εν πτήσει. «Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν, παρότι είχε πολλές ευκαιρίες να θέσει το ζήτημα της κυριαρχίας, της αποστρατιωτικοποίησης και των διμερών σχέσεων κατά τη Διάσκεψη του ΝΑΤΟ, το έθεσε στο αεροπλάνο, αυτό σημαίνει ότι: Οι δηλώσεις δεν μπορούν να σταθούν σε κανένα επίπεδο διεθνούς forum γιατί είναι εντελώς αστήρικτες, και δεύτερον γίνονται κατά βάση για το εσωτερικό ακροατήριο», εξήγησε.
Για το θέμα που ανέκυψε με το «Turkaegean», ο κ. Γεραπετρίτης ξεκαθάρισε ότι «πρόκειται για εμπορικό σήμα και όχι για θέμα κυριαρχίας». Επικαλούμενος, μάλιστα, την προηγούμενη επαγγελματική συνεργασία του με το γραφείο του Αλικάντε και το διεθνές γραφείο για τις ευρεσιτεχνίες, διευκρίνισε πως «πρόκειται για γραφεία που αναγνωρίζουν εμπορικές ιδιότητες, είτε σήματα είτε ευρεσιτεχνίες», με χιλιάδες αιτήσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι «ένα ζήτημα ιδιαίτερα σοβαρό ακριβώς επειδή τα παραγωγικά αίτια του πράγματος μπορεί να κινούνται στη διπλωματική σφαίρα της Τουρκίας». Για τούτο και «θα εξαντληθεί κάθε νομική δυνατότητα ώστε να ανατρέψουμε την κατάσταση, υπάρχουν τα νομικά εργαλεία».
Κατά τον υπουργό Επικρατείας, «ναι, υπήρξε αστοχία. Δεν χρειάζεται εντολή για να αντιληφθείς ότι υπάρχει πρόβλημα, χρειάζεται μόνο κοινή λογική. Αν η παράβλεψη ήταν υπηρεσιακή ή άλλη -η αίσθηση είναι ότι είναι υπηρεσιακή- θα το αποδείξει η Ένορκη Διοικητική Εξέταση».
Φωτίζοντας δε, την προηγούμενη εν γένει λειτουργία του επίμαχου γραφείου στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, παρατήρησε πως «δεν λειτουργούσε με τον πρέποντα τρόπο».
Εξ' ου και η απόφαση της κυβέρνησης, «την παρακολούθηση των σημάτων σε διεθνές επίπεδο να την αναλάβει ένας τεχνοκρατικά ισχυρός φορέας, που δεν θα λειτουργεί στα παραδοσιακά στεγανά της δημοσιοϋπαλληλίας, ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, και αυτό συνέβη σε ανύποπτο χρόνο», τόνισε. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι όταν είχε έρθει στη Βουλή το ζήτημα της μεταφοράς αρμοδιότητας, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση για την κατάργηση του γραφείου.