Λόγω των γεγονότων στη Συρία, που εξελίχθησαν με απρόσμενη ταχύτητα, και την έντονη αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η ανάλυση της καταστάσεως από τον Πολιτικό Επιστήμονα – Διεθνολόγο και πρώην Γεν.Διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Πολιτικής Εθνικής Αμύνης και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης Δρ. Κωνσταντίνου Μπαλωμένου με τίτλο «Απειλές και ευκαιρίες για την Ελλάδα, έπειτα από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία», είναι εξαιρετικώς χρήσιμη, ώστε να ενημερωθούν τόσο οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς όσο και οι απλοί πολίτες για τη διαμορφωθείσα κατάσταση σε σχέση με τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, να διευκρινιστούν «θολά σημεία» και να εξηγηθούν καταστάσεις που πολλοί αγνοούν.
Η ανάλυση του Δρ. Μπαλωμένου, που ακολουθεί, έχει ως εξής:
«Η 8η Δεκεμβρίου 2024 ανέτειλε με μια ιστορικής σημασίας εξέλιξη για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Οι δυνάμεις των Σύριων ανταρτών σε συνεργασία με άτακτες ομάδες εθνικιστών διωκόμενων του Άσαντ και Τζιχαντιστών, κατέλαβαν τη Δαμασκό ανατρέποντας το καθεστώς Άσαντ (που κυβέρνησε επί 50 και πλέον χρόνια τη Συρία), σηματοδοτώντας παράλληλα, τον τερματισμό των 13 ετών εμφυλίου σπαραγμού στη Συρία.
Το γεγονός αυτό, εγείρει ερωτηματικά τόσο για το ποιος θα καλύψει το κενό εξουσίας στη Συρία και το πως θα επανέλθει η κανονικότητα στο εσωτερικό της χώρας, όσο και για τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στη δομή του περιφερειακού συστήματος (συσχετισμοί ισχύος κ.λπ), της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Την ώρα αυτή, οι κύριοι παίκτες του ευρύτερου αυτού περιβάλλοντος (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ισραήλ, ΗΠΑ, Αραβικά κράτη κ.α.), που είχαν άμεση ή έμμεση εμπλοκή στα γεγονότα, αλλά και η διεθνής κοινότητα γενικότερα, προσπαθούν να αξιολογήσουν τα νέα δεδομένα, να προσδιορίσουν οφέλη και απώλειες και τέλος, να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική τους (εφόσον κριθεί αναγκαίο), στο νέο περιβάλλον ασφάλειας που διαμορφώνεται στην εν λόγω περιοχή.
Η Ελλάδα αν και δεν είχε ενεργό εμπλοκή στα γεγονότα της Συρίας, οφείλει και αυτή, να αξιολογήσει τα νέα δεδομένα στο εν λόγω περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας και να προσπαθήσει να αξιοποιήσει διπλωματικά, τυχόν γεωστρατηγικές ευκαιρίες και παράλληλα, να αντιμετωπίσει πιθανές απειλές για τα εθνικά της συμφέροντα.
Υπό το πρίσμα αυτό, για την Ελλάδα και τη Δύση γενικότερα, είναι θετική εξέλιξη το γεγονός, ότι η συμμαχία των τριών εγγυητριών χωρών (Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας) της διαδικασίας της Αστάνα για τη διαχείριση της κρίσης στη Συρία, κλυδωνίστηκε και πλέον, τίθεται σοβαρό ζήτημα αξιοπιστίας μεταξύ των εταίρων της αφού η Ρωσία και το Ιράν υποστήριζαν τον Άσαντ, ενώ η Τουρκία επιθυμούσε και επέτυχε την πτώση του.
Για του λόγου το αληθές, αξίζει κανείς να δει το κλίμα που επικράτησε μεταξύ των κύριων συμμετεχόντων (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) στο Φόρουμ διαλόγου που έλαβε χώρα στη Ντόχα του Κατάρ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στον τύπο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο του τηλεοπτικού δικτύου Αλ Τζαζίρα για το μέλλον της Συρίας και του ζητήθηκε να εξηγήσει τον ρόλο της Ρωσίας στη χώρα την τελευταία δεκαετία, ξέσπασε ενοχλημένος και ταπεινωμένος, λέγοντας: «Αν θέλετε να πω, ναι, χάσαμε στη Συρία, είμαστε τόσο απελπισμένοι, αν αυτό χρειάζεστε, ναι, ας συνεχίσουμε».
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεσοβέζικη στάση που ακολουθεί η Τουρκία σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα αντικρουόμενα συμφέροντα Τουρκίας και Ρωσίας στη Λιβύη και τη Μαύρη Θάλασσα (η Μαύρη Θάλασσα όπως επανειλημμένως έχει επισημάνει ο κ. Ερντογάν δεν πρέπει να γίνει «ρωσική λίμνη»), πιθανόν να αποτελέσουν πεδία τριβής στη μεταξύ τους σχέση και την αφορμή για πάγωμα της έως τώρα συμμαχικής τους σχέσης.
Η εξέλιξη αυτή, πιθανόν να ανοίξει ένα στρατηγικό παράθυρο ευκαιρίας για την αναθέρμανση των διπλωματικών σχέσεων της Ρωσίας με την Ελλάδα.
Για να συμβεί βέβαια κάτι τέτοιο πρέπει πρωτίστως να κατανοήσει η Ρωσία, ότι δεν ήταν και τόσο σοφή η επιλογή της να επενδύσει τόσο πολύ σε ένα αναξιόπιστο σύμμαχο όπως η Τουρκία και δευτερευόντως, να αρθούν οι παρανοήσεις από μέρους της Ρωσίας προς την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η πολιτική ηγεσία της Ρωσίας θα πρέπει να αντιληφθεί και κατανοήσει, ότι η Ελλάδα δεν τηρεί εχθρική στάση προς αυτήν, αλλά αντιθέτως, οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας και η στενή της σχέση με την Τουρκία αποτελούν απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Για την Ελλάδα, η στάση που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί μονόδρομο και δεν έχει αποκλειστικά στόχο τη Ρωσία. Οποιαδήποτε χώρα και να ακολουθούσε την ίδια πρακτική, η Ελλάδα θα τηρούσε την ίδια στάση.
Ειδικότερα, η Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον κινείται βάσει αρχών και αξιών και σεβόμενη το διεθνές δίκαιο. Αυτή είναι η πυξίδα της ελληνικής διπλωματίας, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καταδίκασε αυτή την εισβολή, διότι ακυρώνει το διεθνές δίκαιο, υπονομεύει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα της Ευρώπης και ολόκληρη τη διεθνή τάξη.
Η Ελλάδα έχοντας μακρά εμπειρία από απειλές στα σύνορά της και βιώνοντας την επεκτατική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, καταδίκασε αμέσως τις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας που αντιτίθενται στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία ενός κράτους και έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής χιλιάδων αθώων ανθρώπων.
Η Ελλάδα, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της Ουκρανίας, σε συνεννόηση με τους Συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και τους εταίρους της στην ΕΕ, και επιδεικνύοντας έμπρακτη αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό, παρείχε σημαντική ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούμενη από ιατρικές προμήθειες, υλικά αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό μη επιχειρησιακά αναγκαίο για τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Ασφάλεια της Χώρας.
Αν και της ζητήθηκε, δεν έδωσε τανκς, δεν έδωσε αεροπλάνα F16, αλλά ούτε και αντιαεροπορικά συστήματα. Ο ελάχιστος στρατιωτικός εξοπλισμός που έδωσε είναι μη αναγκαίος και η απόσυρση και καταστροφή του από τις ένοπλες δυνάμεις θα κόστιζε πολλά εκατομμύρια ευρώ.
Τέλος, θα πρέπει να κατανοηθεί τόσο από τη Ρωσία όσο και από τους πάντες, ότι αν επιτύχει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και νομιμοποιηθεί η βίαιη πρακτική της στη διεθνή κοινότητα, τότε θα μιλάμε για την εδραίωση της επιβολής του δικαίου του ισχυρού. Κάθε χώρα που θα θεωρεί ότι έχει τη δύναμη, θα εισβάλει σε μια άλλη χώρα για να την κατακτήσει και να επιβάλλει τους όρους της, καταλήγοντας σε μια διεθνή κοινότητα «Ζούγκλας».
Η Ελλάδα σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να δεχτεί επίθεση από την Τουρκία, η οποία είναι αναθεωρητική δύναμη, επιθυμεί να αλλάξει το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο και να επανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αν η Ελλάδα είχε πάρει θέση υπέρ της εισβολής της Ρωσίας που είναι αντίθετη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου πως θα καταδικάσει μια πιθανή εισβολή της Τουρκίας στην Ελλάδα και θα ζητήσει στήριξη από τη Διεθνή Κοινότητα;
Επίσης, πως είναι δυνατόν να αξιολογηθεί θετικά από μέρους της Ελλάδας η στενή στρατηγική σχέση της Ρωσίας με την Τουρκία, όπου την έχει στηρίξει οικονομικά για να μην χρεωκοπήσει, την εξοπλίζει συνεχώς και χρηματοδοτεί την κατασκευή του πυρηνικού της εργοστασίου που αποτελεί θανάσιμη εθνική απειλή για την Ελλάδα.
Όταν η Τουρκία διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην Μεσόγειο, μιλάει για Γαλάζια Πατρίδα και εμφανίζεται ως Αρχηγός του Μουσουλμανικού κόσμου και προσπαθεί να αυξήσει την γεωστρατηγική της θέση, η Ελλάδα δεν μπορεί να μένει αμέτοχη και παρατηρητής των εξελίξεων.
Σε αυτό το Στρατηγικό Παίγνιο, η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει θέση, ώστε να εξασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα και να ενισχύσει τις στρατηγικές της συμμαχίες με χώρες που έχουν αντίθετα συμφέροντα με την Τουρκία.
Συνεπώς, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν περισσότερο, είναι πιθανό η Ρωσία και η Ελλάδα να επαναπροσεγγίσουν και πάλι η μία την άλλη.
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αποτελεί μια γεωστρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν τόσο σε διπλωματικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο, και πλήττει την παράσταση ισχύος τους, αλλά και το ρόλο τους στο διεθνές σύστημα.
Παρά τα όσα δηλώνουν και προβάλουν εδώ και πολύ καιρό οι δύο χώρες σχετικά με την ισχύ τους, δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τον κύριο στρατηγικό τους στόχο για την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και ταπεινώθηκαν από κάποιες ομάδες άτακτων Τζιχαντιστών.
Τα ερωτήματα που γεννώνται λοιπόν, είναι πως είναι δυνατόν η Ρωσία που προβάλει συνεχώς την πυρηνική ισχύ της, την αποτελεσματικότητα του πανίσχυρου βαλλιστικού της πυραύλου «Orezhnik» (Φουντούκι, στα ρωσικά) και απειλεί να συντρίψει συνολικά τις χώρες της Δύσης αν δώσουν άδεια στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας, να μην μπόρεσε να στηρίξει το καθεστώς της Συρίας όπου αποτελούσε τον πιο σημαντικό της σύμμαχο στη Μέση Ανατολή και τον εγγυητή για την ασφάλεια των δύο Ρωσικών βάσεων (ναυτική βάση στην Ταρτούς και αεροπορική βάση Χμεϊμίμ στην Λατάκια) στη Συρία;
Γιατί η Ρωσία δεν εκτόξευσε ένα βαλλιστικό πύραυλο «Orezhnik», ώστε να συντρίψει τους άτακτους αντάρτες Τζιχαντιστές και να προστατέψει τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα στη Συρία και να διασώσει το γόητρό της και τη γεωπολιτική της επιρροή στη Μέση Ανατολή;
Επίσης, πως είναι δυνατόν τον Ιράν που απειλεί εδώ και χρόνια να πλήξει τη Δύση με τα πυρηνικά του και επίσης, να εξαφανίσει από το χάρτη το κράτος του Ισραήλ, να μην κατόρθωσε να διασώσει τον Άσαντ και να διασφαλίσει τα συμφέροντά του στη Συρία σχετικά με τη διατήρηση ενός χερσαίου διαδρόμου του προς τον Λίβανο και τη Χεζμπολάχ.
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί πολύ απλά, και οι δύο χώρες δεν διαθέτουν ούτε την ισχύ που προβάλλουν, ούτε και τους συντελεστές ισχύος για να εξυπηρετήσουν τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα.
Οι βαρύγδουπες εξαγγελίες και τα αφηγήματα που αναπτύσσουν κατά καιρούς, είναι μέρος μιας καλοσχεδιασμένης εκστρατείας παραπληροφόρησης, όπου μέσω της διάδοσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή στα ακροατήριά τους και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη γενικότερα.
Επίσης μέσω της εκστρατείας αυτής, επιδιώκουν να προκαλέσουν σύγχυση και να παραπλανήσουν τα εν λόγω ακροατήρια δημιουργώντας τους ψευδείς εντυπώσεις για τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και την ισχύ τους και να τους τρομοκρατήσουν, ώστε να καμφθεί η βούλησή τους για αντίδραση και αντίσταση στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις και την υλοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων.
Κοντολογίς, η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία εκτός από τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στο επιχειρησιακό και διπλωματικό επίπεδο, αποτελεί ισχυρό πλήγμα αξιοπιστίας των δύο χωρών, ακυρώνει τα παραπλανητικά αφηγήματά τους σε σχέση με την ισχύ τους και ακυρώνει τις εκστρατείες χειραγώγησης και παραπλάνησής τους αποκαθιστώντας την αλήθεια για το πραγματικό τους αποτύπωμα στο διεθνές σύστημα.
Για την Ελλάδα και την πλειοψηφία των χωρών της Δύσης, η ήττα αυτή αποτελεί μια ευκαιρία για να αποκατασταθεί η αλήθεια, να αντιμετωπιστούν οι εθνικές τους τρωτότητες, κυρίως στο πληροφοριακό και επικοινωνιακό τους περιβάλλον, να απομονωθούν τα παπαγαλάκια της Ρωσίας που (δυστυχώς, αυξάνονται και πληθύνονται στην Ελλάδα), δηλητηριάζοντας καθημερινά τους πολίτες με ψευδείς ειδήσεις και κινδυνολογίες και να ενισχυθεί η εθνική τους ανθεκτικότητα κυρίως στο γνωσιακό επίπεδο των πολιτών τους.
Η ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους παντός είδους κινδυνολόγους και λαϊκιστές πολιτικούς, ειδικούς και διαμορφωτές της κοινής γνώμης που προσπαθούν να ακυρώσουν την οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια για ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και θωράκισης της ασφάλειάς της και μιλούν, για προδότες που υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα και για πιθανές Ρωσικές απειλές στην Αλεξανδρούπολη, τη Σούδα και σε όλη την Ελλάδα.
Η Τουρκία παρά την αδιαμφισβήτητη νίκη της στη Συρία, κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Η στάση και οι μεθοδεύσεις που ακολούθησε κατά την εξέλιξη των τελευταίων γεγονότων, την έχουν φέρει αντιμέτωπη εκτός από τη Ρωσία και το Ιράν και με τις επιλογές των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Τράμπ, κάλεσε τις ΗΠΑ και εμμέσως τους συμμάχους της να μην εμπλακούν στις επιχειρήσεις των τελευταίων ημερών στη Συρία, η Τουρκία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αντίθεση της Τουρκίας στη στήριξη των ΗΠΑ και του Ισραήλ προς τους Κούρδους της Συρίας, και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), στις οποίες κυριαρχούν οι YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) και η ένοπλη πτέρυγα του PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης), διότι θεωρεί πως είναι τρομοκράτες και συνδέονται με το PKK, αναδεικνύει το βαθμό αποστασιοποίησης της Τουρκίας από τις επιλογές των ΗΠΑ και τους κινδύνους που ελλοχεύουν γι’ αυτήν, στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την νεκρή περίοδο μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του κ. Τράμπ και να δημιουργήσει τετελεσμένα στην περιοχή, ώστε να διαπραγματευτεί ως μεσολαβητής της περιοχής την επόμενη ημέρα με τις ΗΠΑ από θέση ισχύος και να εξασφαλίσει όσα περισσότερα οφέλη μπορεί στη Συρία.
Η εξέλιξη αυτή, αποτελεί μια στρατηγική ευκαιρία για την Ελλάδα, όπου θα πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη, ότι στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία του νέου Προέδρου των ΗΠΑ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο κ. Τράμπ είπε στον κ. Μητσοτάκη, ότι «σε θεωρώ στρατηγικό μου σύμμαχο και επιθυμώ να συνεχίσουμε περαιτέρω τη στρατηγική σχέση των δύο χωρών μας», θεωρώ ότι η συγκυρία είναι πολύ ευνοϊκή για την ανάδειξη του στρατηγικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.
Αν ληφθεί επίσης υπόψη και η πιθανότητα δημιουργίας Κουρδικού Κράτους στην περιοχή (με πρόσβαση στη Μεσόγειο), η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αποκτήσει έναν ακόμη (μετά το Ισραήλ) σημαντικό σύμμαχο στην περιοχή, ο οποίος θα λειτουργεί ως μηχανισμός ανάσχεσης στους επεκτατικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας.
Υπό το ίδιο πρίσμα, αν η Ρωσική Ναυτική Βάση στην Ταρτούς περάσει στον έλεγχο των ΗΠΑ, θα αυξηθεί το αποτύπωμά τους στην Ανατολική Μεσόγειο και σε συνδυασμό με την παρουσία τους στη Σούδα και την Αλεξανδρούπολη θα ελέγχουν περισσότερο την Τουρκία, αποτρέποντας τους επεκτατικούς σχεδιασμούς της και τον αποσταθεροποιητικό της ρόλο στην περιοχή. Η προοπτική αυτή, αποτελεί μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα και δημιουργεί μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην Τουρκία.
Τέλος, το ενδεχόμενο επίσης να καταλήξουν σε συμφωνία οι ΗΠΑ με την Ρωσία για την επόμενη ημέρα στη Συρία, μέσω ανταλλαγμάτων για τη Ρωσία στο μέτωπο της Ουκρανίας, καθιστά ακόμη μια αρνητική εξέλιξη για την Τουρκία και μια ευκαιρία για την Ελλάδα, διότι είναι πολύ πιθανό η Τουρκία να μην περιλαμβάνετε στους σχεδιασμούς αυτής της συμφωνίας.
Επιπλέον, η ενεργός συμμετοχή της Τουρκίας στην ανατροπή του καθεστώτος του Άσαντ μέσω της υποστήριξης των Τζιχαντιστών, αποδομεί το έως τώρα αφήγημα του κ. Ερντογάν για την εμπλοκή της Τουρκίας στη Συριακή κρίση, ακυρώνοντας παράλληλα, τους στόχους της στρατηγικής επικοινωνίας του για την απόκτηση διεθνούς νομιμοποίησης για την παρουσία και το ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.
Για να γίνει κατανοητή η ανωτέρω επισήμανση, παραθέτω ένα προϊόν Στρατηγικής Επικοινωνίας της Τουρκίας, όπου δικαιολογεί τις ενέργειές της στην επικράτεια της Συρίας, προκειμένου να διασφαλίσει τα σύνορά της.
Αναλύοντας την ανωτέρω προπαγανδιστική αφίσα της Τουρκίας που παράχθηκε για να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή της «Επιχείρησης Κλάδος Ελαίας», μπορούν να επισημανθούν τα εξής:
Η Τουρκία έχει διεξάγει πολλές φορές στρατιωτικές εισβολές στη Συριακή επικράτεια, αλλά τις αποκαλεί Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις (Ασπίδα του Ευφράτη, Κλάδος Ελαίας, Πηγή της Ειρήνης, Εαρινή Ασπίδα). Από τα τελευταία γεγονότα στη Συρία αποδεικνύεται, ότι οι Επιχειρήσεις αυτές δεν είχαν στόχο να προστατεύσουν τα σύνορά της από τους τρομοκράτες και να συμβάλουν στην επίλυση της κρίσης (όπως ανέφερε), αλλά να καταλάβει εδάφη εντός της Συρίας και να εδραιώσει το ρόλος της ως μεσολαβητή και να ελέγξει την διάδοχη κατάσταση εξουσίας στη Συρία.
Η Τουρκία επικαλούνταν ότι διεξήγαγε τις εν λόγω Επιχειρήσεις για να εκδιώξει τους Τζιχαντιστές και τις τρομοκρατικές οργανώσεις ΡΚΚ, KCK, PYD, YPG, από την περιοχή του Αφρίν συμβάλλοντας παράλληλα, και στην πάταξη της παγκόσμιας τρομοκρατίας. Για την εξυπηρέτηση του αφηγήματός της μάλιστα, είχε πλαισιώσει τους πάντες ως τρομοκράτες (π.χ. οι Κούρδοι του PKK, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχαν ενεργό συμμετοχή στην Παγκόσμια Εκστρατεία κατά του ISIS, από την Τουρκία, αποκαλούνταν τρομοκράτες και μέλη του ISIS). Τα τελευταία γεγονότα έδειξαν, ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν εκδίωκε τους τρομοκράτες και τους Τζιχαντιστές, αλλά συνεργάζονταν μαζί τους και τους χρησιμοποίησε ως αντιπροσώπους της (proxy), για να ανατρέψει τον Άσαντ.
Τέλος, η Τουρκία διεξήγαγε τις εν λόγω Επιχειρήσεις επικαλούμενη το νόμιμο δικαίωμά της από το Διεθνές Δίκαιο για αυτοάμυνα. Τα τελευταία γεγονότα, απέδειξαν ότι η Τουρκία εδώ και χρόνια διεξήγαγε επιχειρήσεις υβριδικού πολέμου στη Συρία καταπατώντας το Διεθνές Δίκαιο και με μοναδικό της στόχο, την αποσταθεροποίηση του Συριακού καθεστώτος και την ανατροπή του Άσαντ.
Τα δεδομένα αυτά πρέπει να αξιοποιηθούν από την Ελληνική Διπλωματία και να φτιαχτεί ένα αφήγημα όπου θα αποδομεί την έως τώρα ρητορική της Τουρκίας και θα αναδεικνύει την αναθεωρητική πολιτική της.
Μια πολιτική όπου μέσω της αξιοποίησης τακτικών υβριδικού πολέμου, η Τουρκία διεξήγαγε επιχειρήσεις για να αποσταθεροποιήσει και αποδυναμώσει τους αντιπάλους της και τέλος, να τους θέσει υπό τη σφαίρα επιρροής της, όπως συνέβη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τη Λιβύη και τώρα στη Συρία.
Υπό το πλαίσιο αυτό, πρέπει να αξιοποιηθεί η επιχειρηματολογία αυτού του αφηγήματος από την Ελλάδα σε όλα τα διεθνή φόρα, ώστε οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ να κατανοήσουν τις αντίστοιχες τακτικές που χρησιμοποιεί η Τουρκία για να συντηρεί την Ελληνο-Τουρκική κρίση και την ένταση στο Αιγαίο, να εκβιάζει την Ευρώπη για το μεταναστευτικό ζήτημα και να αντιληφθούν τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την σταθερότητα και ασφάλεια στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη γενικότερα.
Τέλος, η ισχυροποίηση του Ισραήλ που αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο της Ελλάδας σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της Χαμάς και της Χεζμπολάχ αποτελούν θετική εξέλιξη για την Ελλάδα τόσο από διπλωματικής πλευράς όσο και από την πλευρά της ασφάλειας, αφού πατάσσεται η διεθνής τρομοκρατία.
Στον αντίποδα, απειλή για την Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής δεδομένης της υπάρχουσας κυβερνητικής ρευστότητας, του κινδύνου κυβερνητικής αστάθειας και διαιώνισης των εχθροπραξιών και του χάους στη Συρία, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις του Ισραήλ και της Τουρκίας για δημιουργία ασφαλούς ουδέτερης ζώνης (buffer zone), αλλά και της εμπλοκής άλλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιράν, Αραβικά κράτη κ.λπ.) που θα επιδιώξουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους, στην περιοχή.
Μια τέτοια κλιμάκωση επίσης, μπορεί να απειλήσει την ύπαρξη των Ελλήνων, αλλά και των Αραβόφωνων Ελλήνων που ζουν στη Συρία, με αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας για την προστασία ή την απομάκρυνσή τους από την περιοχή.
Επιπλέον, παρά τις επιστροφές χιλιάδων Σύριων πολιτών από το Λίβανο και την Τουρκία στη Συρία, η συνέχιση της έντασης στη Συρία πιθανό να αυξήσει τις μεταναστευτικές ροές, προς τις γειτονικές χώρες, γεγονός που αποτελεί σημαντική απειλή για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η συνέχιση της έντασης σε συνδυασμό με την επικράτηση των Τζιχαντιστών στη Συρία, είναι πιθανό να οδηγήσει στην έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας με άμεσες επιπτώσεις για την Ελλάδα. Ειδικότερα, η είδηση ότι πολλοί Σύριοι αξιωματούχοι του καθεστώτος Άσαντ έχουν ήδη φτάσει στην Ελλάδα, μπορεί να προκαλέσει τρομοκρατικά επεισόδια από στελέχη Τζιχαντιστών της Συρίας, όπου θα επιδιώξουν ξεκαθάρισμα λογαριασμών εντός της ελληνικής επικράτειας ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, δεν αποκλείεται η εκδήλωση τρομοκρατικών επιθέσεων σε ισραηλινούς στόχους στην Ελλάδα.
Επιπρόσθετα, η αύξηση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική γενικότερα σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη νίκη της στη Συρία, πιθανό να οδηγήσει στην αλλαγή της Τουρκικής τακτικής σε σχέση με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η Τουρκία είναι πιθανό να θέσει βέτο και να απειλήσει ευθέως την Ελλάδα σε περίπτωση που εξοπλιστεί ακόμη περισσότερο και επιδιώξει να αποκτήσει τον πολυδιαφημισμένο αντιαεροπορικό θόλο στο Αιγαίο. Επίσης, είναι πολύ πιθανό να δούμε και αλλαγή στο Τουρκικό modus operandi (στο επιχειρησιακό επίπεδο) στο θέατρο επιχειρήσεων της Ελληνικής επικράτειας (Έβρο, νησιά Ανατολικού Αιγαίου) μέσω της αξιοποίησης τοπικών ή περιφερειακών αντιπροσώπων (proxies). Τέλος, δεν αποκλείεται να αυξηθούν οι υβριδικού χαρακτήρα επιχειρήσεις στο Αιγαίο, ώστε να δημιουργηθεί εκ νέου ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες, ακόμη και θερμό επεισόδιο. Συνεπώς, για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων απαιτείται νέος επιχειρησιακός σχεδιασμός και εκπαίδευση για την αντιμετώπιση υβριδικού πολέμου. Επίσης, η Ελλάδα απαιτείται να καλύψει άμεσα τις εθνικές της τρωτότητες (π.χ. έλλειψη εθνικής συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών ελίτ για θέματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, κοινωνική πόλωση και αμφισβήτηση των εθνικών επιλογών, έλλειψη ανθεκτικότητας στις εκστρατείες παραπληροφόρησης των αντιπάλων κ.λπ), και να ενισχύσει την εθνική της ανθεκτικότητα.
Το ενδεχόμενο επίσης, παύσης της στήριξης της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ με κλιμάκωση των Ρωσικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία (έπειτα από την ήττα της στη Συρία), πιθανό να αναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ να κληθούν να αναλάβουν ενεργότερη εμπλοκή στην Ουκρανία με αποτέλεσμα να απαιτηθεί και πιθανή έμμεση εμπλοκή της Ελλάδας.
Επιπλέον, η πιθανότητα πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας θα φέρει σε δύσκολη θέση την Ελλάδα σε περίπτωση που η Τουρκία ζητήσει την υποστήριξη του ΝΑΤΟ μέσω της ενεργοποίησης του άρθρου 5 της Συμμαχίας (το άρθρο 5 αναφέρει ότι η επίθεση σε ένα κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ θεωρείται επίθεση σε όλα τα κράτη – μέλη της Συμμαχίας). Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα κληθεί να πάρει θέση ανάμεσα στο Ισραήλ (που αποτελεί στρατηγικό της σύμμαχο) και την Τουρκία που αποτελεί συμμαχική χώρα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Τέλος, η συνέχιση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία με γενικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και πιθανές έμμεσες επιδράσεις στην οικονομία της Ελλάδας.
Συνοψίζοντας την ανωτέρω ανάλυση θα πρέπει να επισημανθεί, ότι για την Ελλάδα δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας από τα νέα δεδομένα στη Συρία. Οι έως τώρα στρατηγικές της επιλογές στην περιοχή την δικαιώνουν, αλλά θα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση και να αξιοποιήσει τις στρατηγικές ευκαιρίες που θα προκύψουν.»