Ομόφωνα η Ολομέλεια της Βουλής αποφάσισε την άρση ασυλίας των βουλευτών Έλενας Ακρίτα (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) και του Δημήτρη Μπιάγκη (ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ). Στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος 264 βουλευτές και όλοι τους ψήφισαν υπέρ της άρσης ασυλίας των δύο βουλευτών, που και οι ίδιοι είχαν παραιτηθεί, με δηλώσεις τους, από την ασυλία. Ομόφωνα η Βουλή αποφάσισε και την άρση ασυλίας του Δημήτρη Μπιάγκη για το φερόμενο αδίκημα της παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και δήλωσης οικονομικών συμφερόντων του έτους 2017. Και ο ίδιος ο κ. Μπιάγκης είχε ζητήσει την άρση της ασυλίας του.
Η άρση ασυλίας της κυρίας Ακρίτα αφορά σε δύο υποθέσεις. Η μια από αυτές αφορά στο φερόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, μέσω διαδικτύου. Η δεύτερη αφορά στο φερόμενο αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Προηγουμένως, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Έλενα Ακρίτα ζήτησε τον λόγο προκειμένου να ενημερώσει το Σώμα ότι ζητάει την άρση της ασυλίας της γιατί προσερχόμενη στο δικαστήριο «θα δώσει έναν δικαστικό αγώνα με τον οποίο θα διεκδικήσει την απόλυτη ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και της άσκησης κριτικής για τα κακώς κείμενα του δημόσιου βίου αντί να σιωπά».
«Θα αναγνώσω την επιστολή την οποία κατέθεσα και στην Επιτροπή Δεοντολογίας η οποία λέει ότι παραιτούμαι από τη βουλευτική μου ασυλία. Αυτό για να διευκρινίσω σε κάποιους ότι όταν ένας βουλευτής ζητάει να παραιτηθεί από την άρση ασυλίας, σημαίνει ότι το ζητάει από τους συναδέλφους του να συμβεί αυτό ομόφωνα, και να ισχύσει για όλους, ακόμη και για τους συναδέλφους του στο ίδιο κόμμα», δήλωσε η Έλενα Ακρίτα και προσέθεσε: «Πρέπει να σας πω ότι, από την έναρξη της συμμετοχής μου στη μεγάλη προσπάθεια που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία στον δημόσιο βίο, έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται, δεν υπάρχει περίπτωση να κρυφτώ πίσω από καμία ασυλία και κανένα προνόμιο. Για μένα, και το τονίζω, η παραίτηση από την ασυλία είναι μια αυτονόητη πράξη ευθύτητας, αισθήματος ισότητας και σεβασμού στο έργο της Δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που η Δικαιοσύνη αποφασίζει να ελέγξει έναν αντιπρόσωπο του ελληνικού λαού, για όσα ανάρτησε στο διαδίκτυο, σαφώς και πρέπει η καθεμιά και ο καθένας από μας να διευκολύνουμε αυτό το δικαστικό έργο. Αυτά λοιπόν ακόμα περισσότερο ισχύουν στη δική μου περίπτωση η οποία στη μακρά δημοσιογραφική και συγγραφική μου πορεία δεν έχω πραγματικά τελέσει κανένα απολύτως ποινικό αδίκημα, έχω ένα λευκό ποινικό μητρώο. Παραιτούμενη από την ασυλία μου και προσερχόμενη να δώσω αυτούς τους δικαστικούς αγώνες, διεκδικώ και πάλι την απόλυτη ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, όπως κάθε πολίτης που έχει καθήκον να ασκεί κριτική για τα κακώς κείμενα του δημόσιου βίου και να μην σιωπά. Κατά τη δική μου θεώρηση το υπέρτατο αξίωμα στη δημοκρατία είναι αυτό του πολίτη. Ως πολίτης λοιπόν, είμαι έτοιμη να κριθώ κι εγώ επί ίσοις όροις, από το δικαστήριο, για το οποίο εκφράζω και την εμπιστοσύνη μου, όχι μόνο σε αυτή τη συγκυρία αλλά και διαχρονικά».
Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε στις δύο υποθέσεις για τις οποίες έχει ζητηθεί η άρση της βουλευτικής της ασυλίας. «Έχω δύο υποθέσεις. Τη μία δεν θα τη σχολιάσω καν, πρόκειται περί μίας εμμονικής περιπτώσεως ατόμου, το οποίο έχω κερδίσει ήδη σε δύο αγωγές και τώρα σε ένα μήνα έχω και τρίτη για συκοφαντική δυσφήμιση και όχι μόνο», είπε η Έλενα Ακρίτα και προσέθεσε: «Για την περίπτωση της κυρίας Μαρέβας Γκραμπόφσκι Μητσοτάκη, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι πραγματικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η κυρία Γκραμπόφσκι μήνυσε μόνον εμένα, που αναπαρήγαγα της ειδήσεις και όχι αυτούς οι οποίοι δημοσίευσαν τις ειδήσεις, δηλαδή τους εκδότες των εντύπων αντίστοιχα, δηλαδή του κ. Βαγγέλη Μαρινάκη και του κ. Μανώλη Κοτττάκη. Νομίζω ότι η κυρία Γκραμπόφσκι δεν πρέπει να φοβάται, πρέπει λοιπόν να πράξει το σωστό. Δεν μπορείς να μηνύεις τον αναγνώστη και όχι τον συγγραφέα μιας είδησης. Μου έκανε ομολογώ αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι ο κ. πρωθυπουργός ο οποίος είχε ανακοινώσει ότι θα έρθει ο ίδιος αυτοπροσώπως εναντίον μου, ως μάρτυρας κατηγορίας, όταν ήρθε το δικόγραφο, είδαμε ότι δεν έρχεται εκείνος αλλά στέλνει το κ. Μάκη Βορίδη, διερωτώμαι γιατί και γιατί φοβάται μια πολιτισμένη αντιπαράθεση μέσα σε μια δικαστική αίθουσα. Θα προέτρεπα την κυρία Γκραμπόφσκι να επανασυστηθεί με ορισμένους όρους, τους οποίους προφανέστατα αγνοεί. Ένας από αυτούς είναι ο όρος σεξισμός. Δεν υπάρχει πουθενά στη δική μου τοποθέτηση ούτε ένα ίχνος σεξισμού. Σεξισμός κυρία Γκραμπόφσκι είναι να επιτίθεσαι σε μια γυναίκα, για το φύλο της, για την ιδιότητα της συζύγου, της μητέρας, για την εμφάνιση, για την ηλικία. Όταν μιλάς για 39 ακίνητα, όταν μιλάς για πρωθυπουργικό κοινό πόθεν έσχες, όταν μιλάς για σπίτι του Βολταίρου, αυτό δεν είναι σεξισμός, είναι η αίτηση και η απαίτηση των πολιτών να μάθουν επιτέλους την αλήθεια του πόθεν και όχι μόνο του έσχες. Ήθελα κλείνοντας να πω ότι η Γκραμπόφσκι πρέπει κάποτε να αποφασίσει αν είναι ιδιώτης ή αν είναι πολιτικό πρόσωπο. Αν είναι ιδιώτης, τότε την ανακοίνωση ότι θα στραφεί δικαστικά εναντίον μου έπρεπε και όφειλε να την κάνει το δικηγορικό γραφείο που την εκπροσωπεί. Εδώ όμως την έκανε το Γραφείο του πρωθυπουργού και το έκανε το Γραφείο του πρωθυπουργού για μια ιδιώτη. Πώς γίνεται αυτό; Θα ήθελα να ενημερώσω την Ολομέλεια και το Σώμα ότι καταθέτουμε αγωγή, η οποία θα βρούμε τον τρόπο να μην επιβαρύνει ούτε με ένα ευρώ το ελληνικό Δημόσιο, έτσι ώστε να μας εξηγήσει πώς και με ποιο θράσος, θα έλεγα, απάντησε για λογαριασμού μιας ιδιώτου. Ας ξανασυστηθούνε λίγο με τους όρους. Θα τα πούμε στα δικαστήρια. Το θράσος γεννάει τυράννους, Αντιγόνη του Σοφοκλή».