Ολοκληρώθηκε η συνάντηση του οικονομικού επιτελείου με τους θεσμούς στις Βρυξέλλες τις πρώτες πρωινές ώρες. Παρόλο που δεν υπήρξε συμφωνία σε κάποιο απο τα ανοιχτά ζητήματα, σημειώθηκε «σημαντική πρόοδος».
"Σημειώθηκε σημαντική πρόοδος" έγραψε ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ στο Twitter, προσθέτοντας πως οι συζητήσεις θα συνεχιστούν αύριο βράδυ (σ.σ. σήμερα Τετάρτη).
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, το ελληνικό επιτελείο με τους υπουργούς Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου και Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη επιστρέφει στην Αθήνα, και οι συζητήσεις θα συνεχιστούν μέσω τηλεδιάσκεψης.
Η ίδια πηγή επισήμανε ότι βάση της συζήτησης αποτελεί η απόφαση του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου.
Νωρίτερα χθες Ευρωπαίος αξιωματούχος έστελνε ξεκάθαρο μήνυμα για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε στην ελληνική οικονομία η παράταση της διαπραγμάτευσης, αφήνοντας ανοιχτό και το ενδεχόμενο επανεξέτασης των μέτρων που έχουν ληφθεί, την στιγμή που οι δείκτες της οικονομίας θα χειροτερεύουν.
Η χθεσινή συνάντηση συμφωνήθηκε τελευταία στιγμή ανάμεσα στον πρόεδρο του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μ. Κερέ τον επίτροπο οικονομικών υποθέσεων Π. Μοσκοβισί, και τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κ. Ρέγκλινγκ από την πλευρά των θεσμών και τον υπουργό Οικονομικών Ε. Τσακαλώτο, τον αναπληρωτή υπουργό οικονομικών Γ Χουλιαράκη την υπουργό εργασίας Ε. Αχτσιόγλου, ενώ σε ανοιχτή γραμμή βρισκόταν η Ουάσιγκτον.
Στόχος ήταν η προσέγγιση των θέσεων μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών, πριν από το Eurogroup της 7ης Απριλίου, προκειμένου να μην χαθεί επιπλέον πολύτιμος χρόνος για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος.
Η ελληνική πλευρά προσήλθε με τις ίδιες προτάσεις που είχε αποστείλει σε επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος την προηγούμενη εβδομάδα-αυτές που είχαν δημιουργήσει την εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις- γεννώντας ερωτηματικά για το κατά πόσο θα μπορούσε αυτή η στάση να άρει το αδιέξοδο. Συγκεκριμένα, η πρόταση του κ. Τσακαλώτου αφορά τη μείωση της προσωπικής διαφοράς κατά 0,7% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα τη μείωση το 2019 κατά 0,3% του ΑΕΠ του αφορολόγητου και κατά 0,7% το 2020. Εναλλακτικά, κι αν οι θεσμοί επιμείνουν στην πλήρη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, η ελληνική πλευρά ζητεί αυτό να γίνει σε δύο χρόνια, το 2019 και το 2020.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ