Έτος μείωσης των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου θα είναι το 2024, μετά από περίπου μία διετία καταιγιστικών αυξήσεων, με το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι πότε ακριβώς θα αρχίσουν αυτές και πόσο μεγάλες θα είναι. Οι συνεδριάσεις της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) την Τετάρτη και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την Πέμπτη δεν άφησαν καμία αμφιβολία ότι ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων έχει κλείσει και για τις δύο.
Μετά από 11 αυξήσεις συνολικού ύψους 525 μονάδων βάσης (5,25 ποσοστιαίων μονάδων) που έφεραν το βασικό της επιτόκιο στο εύρος μεταξύ του 5,25% και του 5,5%, η Fed το διατήρησε αμετάβλητο για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση. Αντίστοιχα, η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκιά της για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση, με το επιτόκιο καταθέσεων να παραμένει στο 4%, μετά από 10 αυξήσεις που ανήλθαν συνολικά σε 450 μ.β.
Στη συνεδρίαση της Fed μάλιστα έγινε συζήτηση για μειώσεις επιτοκίων, με τα στελέχη της να προβλέπουν - στο πλαίσιο των τριμηνιαίων προβλέψεων τους για την οικονομία - τρεις τέτοιες κινήσεις, της τάξης των 25 μ.β. η κάθε μία, μέσα στο 2024. Η στροφή στη νομισματική πολιτική της φάνηκε να δικαιώνει τις εκτιμήσεις των αγορών χρήματος, αν και αυτές περιμένουν ακόμη περισσότερες μειώσεις το επόμενο έτος. Οι προβλέψεις της Fed και οι δηλώσεις του προέδρου της, Τζερόμ Πάουελ, προκάλεσαν ενθουσιασμό στις τάξεις των επενδυτών και ράλι στις μετοχές και τα ομόλογα, με τον δείκτη Dow Jones να καταγράφει νέο ιστορικό ρεκόρ και την απόδοση των 10ετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου να υποχωρεί κάτω από το 4%, για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες.
Ο ενθουσιασμός δεν είχε να κάνει μόνο με αυτή καθαυτή την αναφορά στις μειώσεις των επιτοκίων αλλά και με το ότι αυτές αναμένεται να γίνουν με την οικονομία όρθια καθώς η πρόβλεψη των στελεχών της Fed είναι ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί μεν το 2024, αλλά θα παραμείνει αρκετά ικανοποιητική (1,4% έναντι 2,6% εφέτος). Με άλλα λόγια, η Fed συμμερίζεται την άποψη για μία ομαλή προσγείωση της οικονομίας, όταν σε προηγούμενες περιπτώσεις μεγάλων αυξήσεων των επιτοκίων είχε προκληθεί ύφεση στην οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ απέφυγε τόσο με την ανακοίνωση που εξέδωσε μετά τη συνεδρίαση όσο και με τις δηλώσεις της προέδρου της, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, οποιαδήποτε αναφορά για τον χρόνο μείωσης των επιτοκίων, ενώ οι αγορές προέβλεπαν ως πολύ πιθανό να γίνει τον Μάρτιο η πρώτη κίνηση στην κατεύθυνση αυτή και συνολικά να υπάρξουν έξι μειώσεις μέσα στο 2024.
Οι αγορές έκαναν τις προβλέψεις αυτές με βάση ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει μειωθεί περισσότερο απ' ό,τι στις ΗΠΑ - στο 2,4% έναντι 3,1%, αντίστοιχα, τον Νοέμβριο - και η οικονομία της συρρικνώθηκε οριακά στο γ' τρίμηνο (0,1% σε τριμηνιαία βάση, ενώ σε ετήσια βάση ήταν στάσιμη).
Η Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι ο πληθωρισμός μειώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο και ότι οι προοπτικές, με βάση τις νέες προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ, είναι ευνοϊκότερες σε σχέση με αυτές του Σεπτεμβρίου, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να αναμένεται να αυξηθεί 2,7% σε μέσα επίπεδα το 2024 και 2,1% το 2025. Αναγνώρισε επίσης ότι όλοι οι δείκτες για τον λεγόμενο δομικό πληθωρισμό - που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων - έχουν μειωθεί. Ωστόσο, ανέφερε ότι δεν έχει μειωθεί σημαντικά ο δείκτης του εγχώριου πληθωρισμού, ο οποίος επηρεάζεται κυρίως από τις αυξήσεις μισθών και τον βαθμό που αυτές τις απορροφούν οι επιχειρήσεις μέσω της μείωσης των περιθωρίων κέρδους τους.
Συνεπώς, είπε, θα πρέπει η ΕΚΤ να περιμένει και άλλα στοιχεία για την πορεία του δείκτη αυτού, τα οποία θα δίνουν μία βεβαιότητα για τη μείωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Διευκρίνισε ότι η κεντρική τράπεζα θα περιμένει τα στοιχεία για τα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους μισθούς τους πρώτους μήνες του νέου έτους, προσθέτοντας ότι στο πρώτο εξάμηνο θα υπάρχουν πολλά στοιχεία για τους μισθούς και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων αλλά και τη γενικότερη κατάσταση στην αγορά εργασίας.
Από τις δηλώσεις της Λαγκάρντ προκύπτει ότι δεν πρέπει να αναμένεται μείωση των επιτοκίων στις δύο πρώτες συνεδριάσεις του 2024 (Ιανουαρίου και Μαρτίου), ενώ από εκεί και πέρα τα πάντα θα εξαρτηθούν από το αν η ΕΚΤ θα έχει τα στοιχεία που θέλει για να βεβαιωθεί για τη μείωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό και με την πορεία της οικονομίας, για την οποία η ΕΚΤ προβλέπει και το 2024 περισσότερο μία στασιμότητα (αύξηση 0,8% του ΑΕΠ από 0,6% εφέτος).
Οι αγορές μετέθεσαν για τον Απρίλιο την πρόβλεψή τους για την πρώτη μείωση των επιτοκίων μετά τις δηλώσεις Λαγκάρντ, αλλά εμμένουν σε συνολικά έξι μειώσεις, της τάξης των 25 μ.β. η κάθε μία, το επόμενο έτος. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να μειώνει τα επιτόκια σε κάθε συνεδρίαση από τον Απρίλιο και μετά, κάτι που κάποιοι αναλυτές θεωρούν υπερβολικό. Οι αγορές αναμένουν τώρα ότι η Fed μπορεί να μειώσει πρώτη τα επιτόκια από τον Μάρτιο, όπως είχε προηγηθεί και της ΕΚΤ στις αυξήσεις των επιτοκίων.