Κατώτερες των προβλέψεων της Κυβέρνησης είναι οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού φέτος και το 2017, αλλά και για την πορεία του Δημοσίου Χρέους.
Στην έκθεση του Δημοσιονομικού Παρατηρητηρίου (Fiscal Monitor) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα το ΔΝΤ προβλέπει ότι το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού (το οποίο αντιπροσωπεύει το έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού χωρίς τις δαπάνες για τόκους) θα διαμορφωθεί στο 0,1% του ΑΕΠ έναντι 0,6% που προβλέπει η Κυβέρνηση. Για το 2017 το ΔΝΤ κατεβάζει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 0,7% έναντι 1,8% που αναφέρεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού το οποίο κατέθεσε στη Βουλή τη Δευτέρα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος.
Το ΔΝΤ όπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη έκθεση εμμένει στη θέση του για τους δημοσιονομικούς στόχους του Προγράμματος (Μνημονίου) για την περίοδο μετά το 2017 τους οποίους θεωρεί μη ρεαλιστικούς. Έτσι για το 2018 το ΔΝΤ εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στο 1,6% του ΑΕΠ, και θα διατηρηθεί στο επίπεδο αυτό έως το 2020. Από την άλλη πλευρά το πρόγραμμα προσαρμογής που έχει συμφωνήσει η Κυβέρνηση με τους δανειστές (Ε.Ε, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ESM) προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάσει στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και θα διατηρηθεί στο επίπεδο αυτό επί μακρόν. Το ΔΝΤ προβάλλει την απόκλιση αυτή στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος, ως μία από τις σημαντικότερες αιτίες για τη μη χρηματοδοτική συμμετοχή του στο νέο πρόγραμμα της Ελλάδος.
Η δεύτερη μεγάλη διαφωνία του ΔΝΤ συνδέεται με τη λεγόμενη βιωσιμότητα του χρέους. Και στον τομέα αυτό όπως προκύπτει από την σημερινή έκθεση οι εκτιμήσεις του Ταμείου είναι σαφώς πιο δυσοίωνες σε σύγκριση με εκείνες που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα. Συγκεκριμένα το ΔΝΤ εκτιμά ότι το Δημόσιο Χρέος θ΄αυξηθεί περαιτέρω το 2017 αγγίζοντας το 184,7% του ΑΕΠ από 183,4% του ΑΕΠ φέτος. Από την άλλη πλευρά στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπεται ότι το 2018 το Χρέος θα αποκλιμακωθεί στο 174,9% του ΑΕΠ από 178,9% του ΑΕΠ φέτος. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το Δημόσιο Χρέος θα περιοριστεί στο 169,2% του ΑΕΠ το 2021.
Στο σκέλος των εσόδων σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, τα έσοδα το 2017 θα υποχωρήσουν περαιτέρω στο 46,2% του ΑΕΠ, από 47,2% του ΑΕΠ φέτος και θα διαμορφωθούν στο 45,1% του ΑΕΠ το 2018, και στο 44,2% το 2019.
Τα ποσοστά αυτά εντούτοις εξαιτίας της υπερφορολόγησης είναι από τα υψηλότερα μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών. Ενδεικτικά το 2016 τα έσοδα στη Γερμανία αντιστοιχούν στο 44,7%, στην Ισπανία στο 37,4%, και στην Πορτογαλία στο 43,9%.
Στις δαπάνες το 2016 το ΔΝΤ υπολογίζει ότι ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αντιστοιχούσαν στο 50,5% για να υποχωρήσουν το 2017 στο 48,9%. Στην Ισπανία πάντως φέτος οι δημόσιες δαπάνες αντιστοιχούσαν στο 43,3% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία στο 46,6%.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες ανέρχονται σε περίπου 900 δισεκ. ευρώ, βρίσκονται δηλαδή περίπου στο ίδιο επίπεδο με την εκτίμηση που είχε ανακοινώσει το ΔΝΤ τον Απρίλιο.
Ο Πίτερ Ντάτελς, αναπληρωτής διευθυντής του ΔΝΤ για τις κεφαλαιαγορές, κάλεσε τις αρχές να αντιμετωπίσουν τις «ανεπάρκειες» στο τραπεζικό σύστημα μέσα σε ένα περιβάλλον σε μεγάλο βαθμό αρνητικών επιτοκίων.
Οι ελληνικές και οι ιταλικές τράπεζες θα είναι οι πιο ωφελημένες από τη μείωση των «κόκκινων» δανείων
Η μία στις τέσσερις τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών θα παραμείνουν, ακόμη και σε περίπτωση ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ αδύναμες για να στηρίξουν την ανάπτυξη και ευάλωτες σε μελλοντικά σοκ, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg.
Οι τράπεζες αυτές, που διαθέτουν ενεργητικό ύψους περίπου 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, θα παραμείνουν ευάλωτες όταν θα αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα, θα αυξηθούν τα επιτόκια και θα μειωθούν οι χρεοκοπίες, σημειώνει το ΔΝΤ στην εξαμηνιαία έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι περισσότερες από τις τράπεζες αυτές, με ενεργητικό 8,5 τρισεκ. δολαρίων, βρίσκονται στην Ευρώπη, σύμφωνα με την έκθεση.
Τα συνεχώς χαμηλά επιτόκια, η υποτονική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η κληρονομιά των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν συμπιέσει τα κέρδη των τραπεζών στον αναπτυγμένο κόσμο. Οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τον όγκο των «κόκκινων» δανείων τους και να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – όπως κλείσιμο καταστημάτων και συγχωνεύσεις – για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους, σημείωσε το ΔΝΤ. «Αυτό θα απαιτήσει την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων τους, προκειμένου να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και να προσαρμοσθούν στη νέα επιχειρηματική πραγματικότητα και τους εποπτικούς κανόνες», υπογραμμίζει το ΔΝΤ.
Οι κυβερνήσεις, προσθέτει η έκθεση, μπορούν να βοηθήσουν με αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, για να κάνουν ευκολότερη την απαλλαγή των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Μόνο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το αποτέλεσμα στα κεφάλαια των τραπεζών θα ήταν μία μεταβολή από ζημιές 80 δισεκατομμυρίων ευρώ σε κέρδη 60 δισεκ. ευρώ. Οι ιταλικές και οι ελληνικές τράπεζες θα είναι οι περισσότερο ωφελημένες από τις αλλαγές αυτές, σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι πιθανόν να μην είναι αρκετή η εφαρμογή τέτοιων μειώσεων (των κόκκινων δανείων) από την ιταλική κυβέρνηση.