Τουλάχιστον δέκα Αφγανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε μια επίθεση που εξαπέλυσαν αντάρτες εναντίον μιας βάσης των ένοπλων δυνάμεων στην επαρχία Κανταχάρ, στο νότιο τμήμα του Αφγανιστάν, ανακοίνωσε το υπουργείο Άμυνας.
Η επίθεση έγινε στην περιοχή Σαχ Ουάλι Κοτ αργά το βράδυ της Δευτέρας, την επομένη μιας επίθεσης των Ταλιμπάν η οποία στοίχισε τη ζωή σε είκοσι αστυνομικούς στη γειτονική επαρχία Ζαμπούλ. Καμιά οργάνωση δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση στην Κανταχάρ προς το παρόν, αλλά αυτή σημειώθηκε καθώς οι Ταλιμπάν, οι οποίοι συνεχίζουν τον ανταρτοπόλεμο 15 χρόνια αφού εκδιώχθηκαν από την εξουσία μετά την επέμβαση των ΗΠΑ, έχουν εξαπολύσει την εαρινή τους επίθεση.
«Την περασμένη νύχτα, οι εχθροί του Αφγανιστάν επιτέθηκαν στη βάση Ασακζάι, όπου στρατωνίζεται το 205ο σώμα στρατού», ανέφερε το υπουργείο σε ανακοίνωσή του. «Δέκα γενναίοι στρατιώτες σκοτώθηκαν και εννιά τραυματίστηκαν», προστίθεται στην ανακοίνωση, ενώ διευκρινίζεται πως οι τραυματίες νοσηλεύονται σε νοσοκομείο και βρίσκονται σε σταθερή κατάσταση. Η μάχη διήρκεσε αρκετές ώρες και σκοτώθηκαν τουλάχιστον 12 από τους δράστες της, δήλωσε εξάλλου ο Νταουλάτ Ουαζίρι, ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας, στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς.
Η νέα επίθεση αποτελεί άλλο ένα βαρύ πλήγμα για τις αφγανικές δυνάμεις, που υποστηρίζονται από τη Δύση, αλλά συχνά είναι ελλιπώς εξοπλισμένες, διοικούνται άσχημα, υπονομεύονται από τις λιποταξίες και τη διαφθορά. Οι δυνάμεις αυτές υφίστανται το τελευταίο διάστημα απώλειες δίχως ιστορικό προηγούμενο.
Η επίθεση καταγράφηκε έναν μήνα αφού οι Ταλιμπάν σκότωσαν τουλάχιστον 135 στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας στην επαρχία Μπαλχ του βόρειου Αφγανιστάν—τη φονικότερη ενέργεια των ανταρτών η οποία στοχοθέτησε μια αφγανική στρατιωτική βάση μετά το 2001. Προχθές Κυριακή, όταν οι Ταλιμπάν εξαπέλυσαν συντονισμένες εφόδους εναντίον έξι προκεχωρημένων θέσεων στη Ζαμπούλ, αστυνομικοί που βρίσκονταν υπό πολιορκία τηλεφώνησαν σε δημοσιογράφους για να τους ειδοποιήσουν για την επίθεση, αφού αδυνατούσαν να βρουν τους αξιωματικούς τους, ανέφεραν αφγανικά ΜΜΕ.
Τον Φεβρουάριο, μόνο το 60% των 407 επαρχιών θεωρείτο πως ελέγχονται από τις αφγανικές κυβερνητικές δυνάμεις, σύμφωνα με τον SIGAR, τον οργανισμό του αμερικανικού Κογκρέσου ο οποίος εντέλλεται να επαληθεύει τα αποτελέσματα της δράσης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Η Καμπούλ, η αυστηρά φρουρούμενη πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, δέχεται εξάλλου συστηματικά επιθέσεις. Το βράδυ του Σαββάτου ένοπλοι επιτέθηκαν εναντίον των γραφείων μιας σουηδικής ΜΚΟ, σκοτώνοντας μια Γερμανίδα κι έναν Αφγανό φρουρό και απαγάγοντας μια Φινλανδή. Η αστυνομία ανέφερε πως θεωρεί πιο πιθανό το σενάριο μιας «τρομοκρατικής» ενέργειας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ενδέχεται να εμπλέκονται οι Ταλιμπάν. Ωστόσο δεν έχει υπάρξει ανάληψη της ευθύνης.
Οι Ταλιμπάν άρχισαν στα τέλη του Απριλίου, όπως συνηθίζεται πλέον, την εαρινή τους επίθεση, απειλώντας ότι θα στοχοθετήσουν «κυρίως» τις «ξένες δυνάμεις, τις στρατιωτικές και κατασκοπευτικές υποδομές τους» και «τους ντόπιους μισθοφόρους τους». Η αναζωπύρωση των συγκρούσεων καταγράφηκε την ώρα που η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της όσον αφορά το Αφγανιστάν.
Ο επικεφαλής του Πενταγώνου Τζιμ Μάτις πρόσφατα σημείωσε πως αναμένει μια «ακόμη δύσκολη χρονιά» για τα αφγανικά και ξένα στρατεύματα στη χώρα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο να αναπτύξει εκ νέου χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν για να μεταβληθεί η κατάσταση στη σύγκρουση με τους αντάρτες. Οι ΗΠΑ—οι οποίες εμπλέκονται στο Αφγανιστάν στην πιο μακρά ένοπλη σύγκρουση της ιστορία τους—μετρούν σήμερα 8.400 άνδρες και γυναίκες των ενόπλων δυνάμεών τους στο αφγανικό έδαφος, πλάι σε 5.000 άνδρες των συμμάχων τους στο NATO, με βασική αποστολή να εκπαιδεύουν και να παρέχουν συμβουλές στα αφγανικά στρατεύματα.