Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα υπονόμευσε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, πρωτίστως δε την αξιοπιστία τους στα μάτια των πολιτών. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη των ευρημάτων έρευνας κοινής γνώμης, που κατέγραψε τις συνήθειες των Θεσσαλονικέων σε ό,τι αφορά την ενημέρωσή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον χώρο.
Χαρακτηριστικό της αμφισβήτησης των ΜΜΕ είναι πως οι πολίτες για την ενημέρωσή τους εμπιστεύονται περισσότερο από κάθε άλλο μέσο τον στενό κοινωνικό τους περίγυρο. Κατά τα λοιπά το κοινό της Θεσσαλονίκης ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις και ενημερώνεται καθημερινά από το Διαδίκτυο, ενώ το ραδιόφωνο τείνει να κερδίζει ξανά κάποιο από το χαμένο έδαφος.
Πιο δυσοίωνο δείχνει το μέλλον για τις παραδοσιακές εφημερίδες -τοπικές και πανελλαδικής εμβέλειας- καθώς δεν διαφαίνεται τρόπος να «αναστηθούν», ακόμη και αν τα σημερινά οικονομικά δεδομένα αλλάξουν προς το καλύτερο.
«Γενικό συμπέρασμα είναι πως και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η δημοσιογραφία και το επιχειρηματικό μοντέλο των ΜΜΕ πρέπει να αλλάξουν και είναι η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει ένας ευρύτερος διάλογος» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Νίκος Παναγιώτου, σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία Palmos Analysis σε δείγμα 756 κατοίκων των επτά Δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο 19-22 Δεκεμβρίου 2016 και παρουσιάστηκε σήμερα σε εκδήλωση, που διοργάνωσαν η Δημοτική Εταιρεία Πληροφόρησης Θεάματος και Επικοινωνίας (ΔΕΠΘΕ) του Δήμου Θεσσαλονίκης, η ΕΣΗΕΜ-Θ και το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
«Τα μνημόνια υπονόμευσαν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι τους εαυτούς τους»
«Τα ευρήματα της έρευνας είναι σημαντικά, καθώς επιβεβαιώνουν τις τάσεις που καταγράφονται και σε πρόσφατες αντίστοιχες έρευνες σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, αποτυπώνουν δε σημαντική διαφοροποίηση στο ζήτημα της εμπιστοσύνης απέναντι στα Μέσα. Τα μνημόνια υπονόμευσαν τα ΜΜΕ και ειδικά τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, που δέχονται τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Αυτό εντάσσεται και στο ευρύτερο πλαίσιο αμφισβήτησης των θεσμών, ενώ από την άλλη πλευρά ερμηνεύει γιατί επικρατούν ψευδείς ειδήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τον στενό τους κύκλο, την επέκταση του οποίου συναντούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Προτιμούν το Διαδίκτυο, γιατί είναι κυρίαρχη η αίσθηση της ανεξαρτησίας του μέσου, ενώ εμπιστεύονται περισσότερο τα τοπικά, έναντι των μέσων εθνικής εμβέλειας» ανέφερε ο κ. Παναγιώτου.
Σε ό,τι αφορά τα αίτια της αμφισβήτησης των ΜΜΕ ο καθηγητής εξήγησε πως εκτός από τις οικονομικές παραμέτρους, που διαμόρφωσαν σε πολλά μέσα μη υγιές περιβάλλον, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αναζητήσουν στον καθρέφτη και τις δικές τους ευθύνες, αν δε φρόντισαν να διαφυλάξουν οι ίδιοι το κύρος τους, παγιώνοντας πρακτικές, όπως αυτή της απλής αντιγραφής και αναπαραγωγής ειδήσεων «της δημοσιογραφίας του copy- paste». «Γιατί να δώσει κάποιος έστω 50 λεπτά για να αγοράσει π.χ. μία εφημερίδα, όταν τις ίδιες ειδήσεις μπορεί να τις βρει παντού δωρεάν; Επίσης είναι σημαντικό ο διάλογος στα ΜΜΕ να μην είναι αυτιστικός, δηλαδή μεταξύ του δημοσιογράφου και του πολιτικού, της ακαδημαϊκής κοινότητας ή των συνδικαλιστών, αλλά να εμπλέκει και το κοινό» επισήμανε.
Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό μοντέλο που δύναται να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα στα ΜΜΕ, ο κ.Παναγιώτου σημείωσε πως μπορεί η επί πληρωμή ενημέρωση (π.χ. σε ηλεκτρονικές εφημερίδες) σήμερα να ξενίζει, ωστόσο κάτι αντίστοιχο ίσχυε και για τη συνδρομητική τηλεόραση, ένα προϊόν που το κοινό έχει αποδεχθεί πως πληρώνει.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας:
-Το διαδίκτυο (ενημερωτικές ιστοσελίδες) εμφανίζεται στην πρώτη θέση (49%) των μέσων που χρησιμοποιούν οι Θεσσαλονικείς για την καθημερινή τους ενημέρωση. Ακολουθούν τα τηλεοπτικά δίκτυα εθνικής εμβέλειας (47%), τα μέσα «κοινωνικής δικτύωσης» (facebook, twitter κλπ) με 40%, το ραδιόφωνο (33%), τα τοπικά-περιφερειακά τηλεοπτικά δίκτυα (18%), ενώ οι εφημερίδες, τοπικές και «αθηναϊκές», εξακολουθούν να είναι μέσο καθημερινής ενημέρωσης μόνο για το 2% και 3% του κοινού αντίστοιχα.
Το 85% των Θεσσαλονικέων δηλώνει ότι δεν διαβάζει καμία τοπική εφημερίδα, το 76% δεν παρακολουθεί καθόλου τον «αθηναϊκό» Τύπο, το 41% εξακολουθεί να μην έχει την παραμικρή σχέση με τα μέσα «κοινωνικής δικτύωσης», το 40% δεν ενημερώνεται ποτέ από το ραδιόφωνο ή τα τοπικά- περιφερειακά τηλεοπτικά δίκτυα, το 26% δεν «επισκέπτεται» καμία ενημερωτική ιστοσελίδα και το 19% δεν ενημερώνεται ποτέ από τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας.
«Οι νέοι εγκαταλείπουν την τηλεόραση»
Οι νεαρές ηλικίες (17-29) και οι πολίτες με ανώτερη εκπαίδευση εμφανίζονται να «εγκαταλείπουν» την τηλεόραση ως μέσο ενημέρωσης προς όφελος του διαδικτύου (ενημερωτικές ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Αντίθετα, «πιστοί καταναλωτές» των τηλεοπτικών ενημερωτικών προγραμμάτων είναι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας καθώς και χαμηλότερης εκπαίδευσης.
Σε ό,τι αφορά τον «βαθμό εμπιστοσύνης» σε κάθε μέσο, στην πρώτη θέση των θετικών απαντήσεων (40%) βρίσκεται ο άμεσος κοινωνικός περίγυρος των Θεσσαλονικέων και ακολουθούν το ραδιόφωνο (27%), τα τοπικά ΜΜΕ (τηλεοράσεις, ιστοσελίδες και εφημερίδες) με 24%, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (21%), ενώ το χαμηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης (13% θετικών απαντήσεων και 54% αρνητικών) απολαμβάνουν τα ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας («αθηναϊκές» εφημερίδες και ιστοσελίδες, πανελλαδικά τηλεοπτικά κανάλια).
Ωστόσο το 81% διάκειται θετικά απέναντι στη Δημόσια Τηλεόραση («πρέπει να υπάρχει») και το 91% απέναντι στα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα. Το 14% των Θεσσαλονικέων δηλώνει ότι επισκέπτεται καθημερινά τις ιστοσελίδες των εφημερίδων (σε σχέση με το 2%-3% που τις αγοράζει καθημερινά), ενώ το 10% θα ήταν διατεθειμένο να πληρώσει κάποια συνδρομή για την ενημέρωσή του μέσω Διαδικτύου.