Μια παρέα βρέθηκε χθες σε κεντρική πλατεία της πρωτευούσης και κατά τα πρόσφατα ελληνικά ειωθότα η συζήτηση ήταν δυστυχώς μόνον πολιτική. Κάποτε πιάναμε και λίγο ποδόσφαιρο, είχαμε όρεξη να επιβραβεύουμε το ωραίο... όταν περνούσε μπροστά μας, κάναμε και πλάκα με γέλια τρανταχτά.
Εδώ και κάποιους μήνες, σαν κατατονικοί και μουρτζούφληδες, οι κουβέντες μας γυρίζουν γύρω από τα ίδια, πού πάμε, γιατί βρεθήκαμε εδώ, αν έχουμε στον ήλιο μοίρα ως έθνος και άλλα τέτοια συναφή. Ακούστηκαν πολλά. Χιλιοειπωμένα. Η παρέα ήταν φίλων με κοινές καταβολές, ίδιες ανησυχίες, περίπου ίδια μυαλά. Άρα λίγο πολύ γνώριζε ο ένας τις θεωρίες του άλλου. Όμως χθες κάτι ξεχώρισε...από τη μίζερη ρουτίνα. Ένας ξενόφερτος φίλος.
«Γιατί πιστεύετε τις δημοσκοπήσεις;» ρώτησε κάποια στιγμή, όταν οι περισσότεροι υποστήριξαν ότι αν διεξάγονταν σήμερα εκλογές θα κέρδιζε σίγουρα η Νέα Δημοκρατία. Η ερώτηση ήταν εύστοχη αν αναλογισθεί κανείς ότι έχει αποδειχθεί περιτράνως ότι ο Έλληνας έχει κοντή μνήμη. Πράγματι σε καμμία από τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ούτε στο δημοψήφισμα, τα προγνωστικά των δημοσκοπήσεων απέδωσαν στο ελάχιστο, το τελικό αποτέλεσμα της κάλπης.
Και συνέχισε: Ξέρετε τι λάθος κάνουν οι αστοί Έλληνες πολιτικοί; Δίνουν σημασία μόνον στον κύκλο τους, τους χειροκροτητές τους, τους οσφυοκάμπτες σφουγγοκωλάριους... Ποιοί από αυτούς έχουν πάρει το τραμ ή το μετρό; Να διατρέξουν τις γειτονιές της Αθήνας; Φοβούνται; Έχουν κατέβει στα Πετράλωνα, στον Ελαιώνα, στην Ομόνοια να δουν ποιοί είναι αυτοί που κυκλοφορούν γύρω τους;
Οι περισσότεροι είναι προλεταριοποιημένοι... αδόκιμη λέξη, αλλά εκφράζει την σύγχρονη πραγματικότητα της Αθήνας με τη βρομιά της, τα κατεβασμένα ρολά, τις κουβέρτες του άστεγου και τα χαρτόνια στην κόγχη μιας στοάς... κοντά στο καμμένο από το 2008 Αττικόν, δείγμα της κατάπτωσης της πόλης και των κατοίκων της. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για λούμπεν προλεταριάτο που η εξαθλίωση δεν του επιτρέπει καν να έχει ταξική συνείδηση. Μιλάμε για άνθρώπους που σήμερα το 2016 μπορεί να κυκλοφορούν μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη.
Οι άνθρωποι αυτοί και πολλοί άλλοι καθημερινοί Έλληνες που μοχθούν για το μεροκάμματο που βγαίνει με το ζόρι, που κυκλοφορούν στους δρόμους κάθιδροι από την αγωνία και ατημέλητοι, περίπου όπως κυκλοφορούν και διάφοροι υπουργοί και υφυπουργοί της κυβέρνησης (άρα αυτοί οι ατημέλητοι πολιτικοί βρίσκονται πιό κοντά τους...) βρέθηκαν ξαφνικά από το πουθενά, στο προσκήνιο.
Όταν προλεταριοποιήθηκαν μετά το 2010, έμειναν στο περιθώριο. Εκτός δημοσκοπήσεων. Το δείγμα δεν τους είχε εντάξει κάπου. Κι αυτό ήταν το λάθος. Διότι η κατηγορία αυτή λειτουργεί με το συναίσθημα. Δεν έχουν κάτι να χάσουν, δεν τους ενδιαφέρουν τα capital controls γιατί δεν είχαν ποτέ λογαριασμούς. Οι άνθρωποι αυτοί σήμερα έχουν βρει καταφύγιο. Εχουν πλέον το δικό τους αφήγημα που τους δίνει ελπίδα. Κι ας είναι ψεύτικο, μπορεί και κάλπικο. Δεν τους ενδιαφέρει. Διότι είναι Έλληνες συναισθηματίες και ζηλόφθονοι. Άρα όταν ακούνε τον Φίλη να τα βάζει με τα ιδιωτικά σχολεία συμφωνούν μαζί του, διότι από τη στιγμή που το δικό τους παιδί δεν μπορεί να πάει στο ιδιωτικό, να μην πηγαίνει κανενός. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που σκέπτονται έτσι κοντόφθαλμα, είναι πολλοί πλέον. Και αρκετοί από αυτούς μέχρι σήμερα είχαν μείνει εκτός των μετρήσεων στις δημοσκοπήσεις. Για τους δημοσκόπους ήταν άγνωστοι. Όμως αποφάσισαν να ψηφίσουν. Και σίγουρα θα ξαναψηφίσουν...
Άρα, έλεγε ο ξενόφερτος φίλος, (δεν λέω πως έχει δίκιο απλά μοιράζομαι τις σκέψεις του) θα είναι δύσκολο – όχι ακατόρθωτο - έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση, να αντιστραφεί πλήρως από έναν πολιτικό που διαφοροποιείται φορώντας γραβάτα και λέγοντας αλήθειες. Η αλήθεια είναι σκληρή και δύσκολα αποδεκτή.
Είπε και κάτι ακόμη ο ξενόφερτος φίλος: Σε πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη που διενεργήθηκε σε πολλές χώρες, στην ερώτηση «με ποιόν τρόπο προοδεύει ένα κράτος» οι Αμερικανοί ερωτηθέντες σε ποσοστό 75% απάντησαν με τη σκληρή δουλειά. Το αντίστοιχο ποσοστό Ελλήνων που επέλεξε τη σκληρή δουλειά ήταν 25%...
Ο Έλληνας νομπελίστας που έβλεπε «ένα το χελιδόνι και η Άνοιξη ακριβή», συνέχισε γράφοντας, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Κάτι θα ήξερε... Όταν μάλιστα το πρόβλημα είναι πολιτισμικό, όταν συνεχίζουμε να ζούμε με τους μύθους μας κι αρνούμαστε πεισματικά να ζήσουμε την πραγματικότητα, ο πολιτικός που διεκδικεί τη ψήφο πρέπει να πιάσει τον σφυγμό και να δουλέψει νυχθημερόν παίρνοντας από το χέρι κάθε Έλληνα πολίτη ώστε να αντιστρέψει το υπάρχον αρρωστημένο κλίμα.